Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αίλουρος [αἴλουρος] αί-λου-ρος ουσ. (αρσ.) {αίλουρ-ου | -οι, -ων} 1. ΖΩΟΛ. αγριόγατος (επιστ. ονομασ. Felis catus) και (σπάν. στον πληθ.) η οικογένεια των αιλουροειδών: αφρικανικός ~. 2. (μτφ.) για πρόσωπο συνήθ. ιδιαίτερα ταχύ, ευκίνητο και ευέλικτο: Ελίσσεται/κινείται/όρμησε/σκαρφάλωσε/τινάζεται σαν ~.|| (ως επίθ., στο ποδόσφαιρο) ~ τερματοφύλακας (= πολύ ικανός· πβ. κέρβερος). [< 1: αρχ. αἴλουρος ‘γάτα’, γαλλ. félin]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.