α- & αν- & ά- & άν- & ανή-: πρόθημα λέξεων που δηλώνει έλλειψη, στέρηση (στερητικό άλφα): ά-οπλος/~υπνος. Α-όρατος/~κατανόητος. Αν-εκτίμητος/~εξάρτητος/~υπόφορος. Ανή-μπορος. Βλ. ανε- & ανέ-.
αγγείωμα [ἀγγείωμα] αγ-γεί-ω-μα ουσ. (ουδ.) {αγγειώμ-ατα}: ΙΑΤΡ. καλοήθης όγκος από αιμοφόρα ή λεμφικά αγγεία: λοιμώδες/σηραγγώδες/φλεβώδες/φλεγμονώδες ~. ~ ήπατος/προσώπου. Αραχνοειδή/αρτηριακά ~ατα. Βλ. αιμ~, λεμφ~, -ωμα2. [< γαλλ. angiome, αγγλ. angioma]
αιματο- & αιματό- & αιματ- & (λαϊκό) ματο- & ματό-: α΄ συνθετικό λέξεων που αναφέρονται στο αίμα: αιματο-βαμμένος/~κρίτης/~κύλισμα/~χυσία. Αιματ-έμεση.|| (εμφάνιση ή συγκέντρωση αίματος οφειλόμενη σε παθολογικά αίτια:) Αιματ-ουρία. Πβ. αιμο-.
αιμόπτυση [αἱμόπτυση] αι-μό-πτυ-ση ουσ. (θηλ.) {-ης | -ύσεις, -ύσεων, συνηθέστ. στον πληθ.}: ΙΑΤΡ. αποβολή αίματος ή αιματηρών πτυέλων από το στόμα, συνήθ. λόγω παθήσεων του αναπνευστικού συστήματος: Είχε φυματίωση και υπέφερε από/έκανε ~ύσεις. Βλ. αιματέμεση, απόχρεμψη. [< γαλλ. hémoptysie, αγγλ. hæmoptysis]
αιμορροφιλία [αἱμορροφιλία] αι-μορ-ρο-φι-λί-α ουσ. (θηλ.) & αιμοφιλία: ΙΑΤΡ. κληρονομική ασθένεια που οδηγεί, λόγω διαταραχών στην πήξη του αίματος, σε ακατάσχετη αιμορραγία με τον παραμικρό τραυματισμό, εκδηλώνεται κυρ. σε άντρες, αλλά μεταβιβάζεται μόνο από γυναίκες. Βλ. φυλοσύνδετος, -φιλία. [< γαλλ. hémophilie, αγγλ. hæmophilia]
ανεβαίνω [ἀνεβαίνω] α-νε-βαί-νω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {ανέβηκα, ανέβα, θα/να ανεβώ/ανέβω, έχω ανεβεί/ανέβει, ανεβασμένος, ανεβαίν-οντας} 1. (για έμψυχα ή άψυχα) κινούμαι από κάτω προς τα πάνω ή προς ψηλότερο σημείο και κατ' επέκτ. κινούμαι από τον νότο προς τον βορρά, από το κέντρο προς την περιφέρεια, από τα παράλια προς την ενδοχώρα: ~ την ανηφόρα/τον δρόμο (= ανηφορίζω, ΑΝΤ. κατηφορίζω)/το μονοπάτι/τα σκαλοπάτια. ~ στο άλογο (πβ. ιππεύω, καβαλικεύω)/στον άμβωνα/στο βήμα/στο δέντρο (= σκαρφαλώνω)/στην εξέδρα/στην κορυφή του βουνού (= αναρριχώμαι)/στη σκηνή/στην ταράτσα. Ο ήλιος ~ει (= (αν)υψώνεται) στον ουρανό. Το υποβρύχιο ~ει από τον βυθό στην επιφάνεια της θάλασσας. Το ασανσέρ ανέβηκε ως τον τέταρτο. Το αεροπλάνο ανέβηκε στα δέκα χιλιάδες πόδια. Δάκρυα ανέβηκαν στα μάτια του (= δάκρυσε). Ένας φιδωτός δρόμος ~ει (= φτάνει) ως την κορυφή του βουνού. Ανέβηκε στο πρώτο σκαλί του βάθρου (: πήρε το χρυσό μετάλλιο). Ανέβαινε (= μετέβαινε, πήγαινε) συχνά στην ..., για να δει τους δικούς του. Η πομπή ανέβηκε από το λιμάνι προς την πλατεία.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Ανέβηκε στο σάιτ (: έχει σταλεί στον διακομιστή).|| (ΓΡΑΜΜ.) Ο τόνος ανέβηκε κατά τη σύνθεση στο α' συνθετικό (: μεταφέρθηκε σε προηγούμενη συλλαβή). ΑΝΤ. κατεβαίνω (1) 2. {στο γ' πρόσ.} αυξάνομαι (ως προς την τιμή, τον όγκο, τη στάθμη, το ύψος, το όριο, την ένταση, την ποιότητα): ~ει η ζύμη (= φουσκώνει)/η θερμοκρασία/το κόστος/το ποσοστό. Η τιμή του ψωμιού ανέβηκε κατακόρυφα (ΑΝΤ. έπεσε). ~ει επικίνδυνα η στάθμη των υδάτων (ΑΝΤ. κατεβαίνει, κατέρχεται). Μου ανέβηκε το ζάχαρο. Ανέβηκε ο γενικός δείκτης του χρηματιστηρίου. Ανέβηκαν τα έξοδα/τα κέρδη της εταιρείας κατά 5%. Ανέβηκε το δολάριο/ευρώ. Έχει ανέβει αισθητά το βιοτικό επίπεδο της χώρας. Ο ρυθμός ανάπτυξης ανέβηκε σημαντικά (ΑΝΤ. μειώθηκε). Με ανεβασμένο ηθικό. 3. ανέρχομαι επαγγελματικά, κοινωνικά ή βαθμολογικά, αποκτώ θέση, κερδίζω αναγνώριση: ~ σε αξίωμα/στην εξουσία/στην ιεραρχία. Το κόμμα της αντιπολίτευσης ~ει στις δημοσκοπήσεις. Η ομάδα ανέβηκε στην Α' Εθνική. Έχει ανεβεί στην κορυφή των προτιμήσεων του κοινού. Πβ. ανελίσσομαι, προ-άγομαι, -οδεύω. 4. επιβιβάζομαι σε μεταφορικό μέσο: ~ στο αεροπλάνο/λεωφορείο/πλοίο/ποδήλατο/ταξί/τρένο (ΑΝΤ. αποβιβάζομαι). 5. (προφ.) νιώθω ψυχική ευφορία, είμαι πολύ ευδιάθετος: Μετά την επιτυχία του ανέβηκε ψυχολογικά. Ανεβασμένη διάθεση/ψυχολογία. Πβ. φτιάχνομαι. ΑΝΤ. πέφτω (11) 6. {στο γ' πρόσ.} (για θεατρικό έργο που) παρουσιάζεται στο κοινό: Η παράσταση ανέβηκε στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών (ΑΝΤ. κατέβηκε). Βλ. ξαν~. 7. {στο γ' πρόσ.} (+ σε) ανέρχομαι, φτάνω σε κάποιο ύψος: Το χρέος της χώρας ανέβηκε στα ... ευρώ. Ο αριθμός των τραυματιών από τον ισχυρό σεισμό ανέβηκε στους ... ● ΦΡ.: ανεβαίνει ο πήχης (μτφ.) 1. βελτιώνεται το επίπεδο ή τίθενται υψηλότεροι στόχοι: ~ ~ των παρεχόμενων υπηρεσιών/της ποιότητας των προϊόντων. 2. (+ γεν.) (για να δηλωθεί ότι) κάτι αυξάνεται: ~ ~ της αγανάκτησης/του κόστους. Βλ. ανεβάζω., ανεβαίνει ο υδράργυρος 1. αυξάνεται η θερμοκρασία της ατμόσφαιρας: ~ ~ στους 35 βαθμούς. 2. (μτφ.) εντείνονται οι αντιπαραθέσεις: Καθώς πλησιάζει η μέρα των εκλογών, τόσο ~ ~., ανεβαίνει στα ουράνια/στους επτά ουρανούς (μτφ.): είναι πανευτυχής: Μετά την κατάκτηση του πρωταθλήματος παίκτες και φίλαθλοι είχαν ανέβει ~. Βλ. ανεβάζω., ανεβαίνει στην εκτίμηση/στα μάτια κάποιου (μτφ.): εκτιμάται περισσότερο, αποκτά κύρος, υπόληψη: Με την εργατικότητα και την τιμιότητά του ανέβηκε ~ της τοπικής κοινωνίας. Βλ. ανεβάζω. ΑΝΤ. έπεσε στα μάτια (κάποιου) (1), μου ανεβαίνει κάποιος στο σβέρκο (μτφ.): με εξουσιάζει, με καταδυναστεύει: Οι δικτάτορες είχαν ανέβει ~ του λαού., μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι/η πίεση (προφ.-μτφ.): εξοργίζομαι, είμαι εκτός εαυτού: Ήταν τέτοια η ταπείνωση, που μου ανέβηκε ~. Του ανέβηκε η πίεση με όσα είδε κι άκουσε (: έγινε μπαρούτι/πύραυλος). Πβ. τα παίρνω (στο κρανίο/στην κράνα). [< γαλλ. sang qui monte à la tête ] , ανεβαίνει το θερμόμετρο/ο πυρετός βλ. θερμόμετρο, ανεβαίνει/εκτινάσσεται/εκτοξεύεται η αδρεναλίνη (κάποιου) (στα ύψη) βλ. αδρεναλίνη, ανεβαίνουν οι τόνοι/ανεβάζω τους τόνους βλ. τόνος1, ανεβαίνουν/πέφτουν οι μετοχές κάποιου βλ. μετοχή, ανεβαίνω στο ρινγκ βλ. ρινγκ, ανεβαίνω τα σκαλιά της εκκλησίας βλ. εκκλησία, ανέβηκε/βγήκε στο πάλκο βλ. πάλκο, βοήθα με να σε βοηθώ ν' ανεβούμε (σ)το βουνό βλ. βοηθώ, δώσε θάρρος στον/του χωριάτη, να σ' ανέβει/και θ' ανέβει στο κρεβάτι βλ. χωριάτης, χωριάτισσα, υψηλοί τόνοι βλ. τόνος1 [< μεσν. ανεβαίνω]
βάφω βά-φω ρ. (μτβ.) {έβα-ψα, βά-φτηκα, -φτεί (λόγ.) -φεί, βαμμένος, βάφ-οντας} 1. καλύπτω κάτι με χρώμα: ~ με βούρτσα/πινέλο/ρολό/σπρέι (βλ. γκράφιτι). ~ τον τοίχο. ~ τα παπούτσια με βερνίκι. ~ψαν τα σκουριασμένα κάγκελα. Νήματα/υφάσματα που ~ονται με φυτικές βαφές. Το δωμάτιο ~φτηκε άσπρο. Πβ. μπογιατίζω, χρωματίζω.|| (ΛΑΟΓΡ.) ~ κόκκινα τα αβγά (: το Πάσχα).|| (μτφ.) Ο ήλιος ~ει πορτοκαλί τα σπίτια. Το νερό έχει ~φτεί (: έχει πάρει απόχρωση) καφέ από το χώμα. ΑΝΤ. ξεβάφω 2. (συνήθ. για γυναίκα) βάζω καλλυντικά που περιέχουν χρωστικές ουσίες (π.χ. σκιές, μολύβι, μάσκαρα, κραγιόν, μανό) για καλλωπισμό: ~ τα μαλλιά/νύχια/χείλια μου κόκκινα. ~εται έντονα. Πβ. μακιγιάρω, φτιασιδώνω. 3. ΜΕΤΑΛΛ. ψύχω μέταλλο που έχει θερμανθεί με σκοπό την αύξηση της ανθεκτικότητάς του. ● βάφει: (δια)ποτίζει με χρώμα: Το κρασί/ρόδι ~ (: αφήνει λεκέ). Τα ρούχα ~ψαν στο πλυντήριο (: για λευκά που πλύθηκαν μαζί με κάποιο χρωματιστό και άλλαξαν χρώμα). ● ΦΡ.: βάφτηκε με/στο αίμα: για μεγάλη αιματοχυσία: Η άσφαλτος/διαδήλωση/έξοδος των εκδρομέων ~ ~., έβαψε/έχει βάψει τα χέρια του με/στο αίμα (μτφ.): διέπραξε φόνο, έγκλημα: ~ ~ αθώων. Πβ. βουτηγμένος στο αίμα. ΣΥΝ. τα χέρια του στάζουν αίμα, την έβαψα(/την έχω βάψει/βαμμένη) (μτφ.-οικ.): περιέρχομαι σε δεινή θέση: Ελπίζω να μη μας ανακαλύψει, γιατί διαφορετικά την έχουμε βάψει (: έχουμε μπλέξει, την έχουμε άσχημα)! (απειλητ.) Μη πεις κουβέντα, γιατί την έβαψες (: κάηκες, χάθηκες, σε σκότωσα, αλίμονό σου)! ΣΥΝ. την έκανα από κούπες, με πορδές δεν βάφονται αβγά βλ. πορδή, τα βάφω μαύρα βλ. μαύρος ● βλ. βαμμένος [< μεσν. βάφω, γαλλ. peindre]
γράφω γρά-φω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {έγρα-ψα, γρά-φ(τ)ηκα (λόγ. εγράφ-η, -ησαν, μτχ. πληθ. ουδ. γραφ-έντα), γρα-φ(τ)εί, -μμένος, γράφ-οντας, -όμενος} 1. σχηματίζω σύμβολα γραφής (γράμματα, αριθμούς, νότες): ~ αργά/γρήγορα/ευανάγνωστα/καθαρά (βλ. καθαρο~)/καλλιγραφικά/ορθογραφημένα (ΑΝΤ. ανορθόγραφα). ~ στον (ηλεκτρονικό) υπολογιστή/στον πίνακα/στο τετράδιο/σε χαρτί. ~ με κιμωλία/μολύβι/σπρέι (βλ. γκράφιτι). ~ με το χέρι. ~ ολογράφως και αριθμητικά. ~ καθ' υπαγόρευση. ~ τη διεύθυνσή μου/το όνομά μου/το τηλέφωνό μου/μια φράση (= σημειώνω). ~ καμπύλη/κύκλο (= σχεδιάζω). Να ~φτεί αλγόριθμος/συνάρτηση. Μαθαίνει να ~ει. Δεν ξέρει να ~ει και να διαβάζει (βλ. αγράμματος, αναλφάβητος). Διαγράφω/σβήνω αυτό που ~ψα. Γράψε ό,τι σου πω. Το στιλό δεν ~ει (= τελείωσε το μελάνι). Το κείμενο έχει ~φτεί με κεφαλαία/μεγάλα/μικρά/πλάγια γράμματα. Πώς ~εται αυτή η λέξη; (βλ. ορθογραφώ). Στους κωδικούς ... θα ~φεί το σύνολο των εξόδων (= καταχωρηθεί). Ο μετρητής ~ει τη ροή του πετρελαίου (πβ. κατα~). Βλ. αντι~, ξανα~, προ~.|| Δεν μπορώ να διαβάσω τι ~ει (= αναγράφεται) στον πίνακα. 2. συντάσσω κείμενο, παράγω συγγραφικό ή μουσικό έργο και ειδικότ. διατυπώνω γραπτώς την άποψή μου: ~ αναφορά/γράμμα/δοκίμιο/επιφυλλίδα/θεατρικό έργο/κριτική/λίβελο (= λιβελογραφώ)/μελέτη/μήνυμα/ποίημα/στίχους. ~ει άσχημα/γλαφυρά/εύκολα/καλά/κατανοητά/όμορφα/παραστατικά. ~ει τη βιογραφία του. ~ σενάριο για την τηλεόραση. ~ για ποικίλα θέματα/το πλατύ κοινό. Είναι γνωστό ότι ~ει (= συγγράφει). ~ει σε έντυπα/εφημερίδες/περιοδικά (= αρθρογραφεί, δημοσιογραφεί). Της ~ψε να μην έρθει. Το ~ψε για πρώτη φορά (= το πρωτόγραψε). Του ~ψα πολλές φορές (βλ. αλληλογραφώ). Το βιβλίο ~φτηκε βιαστικά και πρόχειρα. (σε επιστολή) Σου ~ δυο γραμμές/λόγια. Εγχειρίδιο ~μμένο για ειδικούς/μαθητές. Κείμενο ~μμένο στα Αγγλικά. Μη ~εις υπερβολές (: μην υπερβάλλεις). Τι συμπεραίνετε από τα ~έντα/~όμενα;|| Τι ~ει ο ξένος Τύπος; (= αναφέρει, σχολιάζει). Οι εφημερίδες ~ψαν αρνητικά σχόλια (= δημοσίευσαν).|| Πώς ~ψες στις εξετάσεις; (: πώς τα πήγες;). Τον ~ψε ο τροχονόμος (: του έδωσε κλήση). Ο γιατρός του ~ψε αντιβίωση (πβ. συνταγογραφώ).|| ~ μουσική/μια συμφωνία/τραγούδια. Έργο ~μμένο για βιολί και τσέλο/φωνή και ορχήστρα.|| Ο συγγραφέας ~ει ότι ... (= υποστηρίζει). 3. μεταφέρω, αποθηκεύω πληροφορίες, δεδομένα σε ηλεκτρονική συσκευή (με σκοπό την αναπαραγωγή τους), κάνω εγγραφή: ~ εφαρμογές για το ίντερνετ/σε αρχείο. ~ την ταινία στο βίντεο/ντιβιντί. ~ψα το τραγούδι στο μαγνητόφωνο/σε σιντί. Πρόγραμμα ~μμένο σε συμβολική γλώσσα. 4. καταχωρώ τα στοιχεία κάποιου σε μητρώο, κατάλογο, λίστα, εγγράφω: ~ το παιδί στο σχολείο/φροντιστήριο/ωδείο. Έχω ~φτεί σε φόρουμ. Είναι ~μμένος στο δημοτολόγιο/στον εκλογικό κατάλογο/στο κόμμα/στα μητρώα αρρένων/στη σχολή/στο σωματείο. Βλ. ανα~, απο~, μετα~, παρα~, προσ~. ΑΝΤ. διαγράφω (2), ξεγράφω (2) 5. παρέχω με διαθήκη περιουσιακό στοιχείο σε κάποιον: Της ~ψε το οικόπεδο/σπίτι (: της το άφησε/μεταβίβασε). ΣΥΝ. κληροδοτώ (1) ● Μτχ.: γραμμένος , η, ο (προφ.) 1. που έχει προκαθοριστεί, προδιαγεγραμμένος: Ήταν ~ο να ... (: ήταν γραφτό, μοιραίο). 2. που έχει όμορφο σχήμα, καλοσχηματισμένος: ~α: μάτια/φρύδια. ● ΦΡ.: (στο καλό) και να μας γράφεις! (ειρων.): δήλωση αδιαφορίας για την αποχώρηση κάποιου: Αρκετά σ' ανέχτηκα, άντε γεια, ~ ~., γράφω (κάποιον/κάτι) στα παλιά μου τα παπούτσια/(λόγ.) στα παλαιότερα των υποδημάτων μου & εκεί που δεν πιάνει μελάνι/(παρωχ.) στα παλιά μου τα τεφτέρια (προφ.): δείχνω χαρακτηριστική αδιαφορία, περιφρόνηση, υποτιμώ. , γράφω κάτι στο γόνατο/στο πόδι (μτφ.): συντάσσω κείμενο βιαστικά και πρόχειρα: Η εργασία σου είναι γραμμένη ~., έγραψε (κάτι) με το αίμα του (μτφ.): θυσιάστηκε για κάποιον ιερό, σημαντικό σκοπό: Έγραψαν με το αίμα τους μερικές από τις λαμπρότερες σελίδες της Ιστορίας του έθνους., έγραψε! (ως επιφών.-αργκό): για να δηλωθεί έντονη επιδοκιμασία, πολύ ευχάριστη έκπληξη, θαυμασμός: Τι ατάκα ήταν αυτή, ~!, ό,τι γράφει δεν ξεγράφει: για δήλωση του αναπότρεπτου της μοίρας (για το μέλλον) ή της αδυναμίας επανόρθωσης (για το παρελθόν): Αν είναι να σου τύχει, θα σου τύχει κι ~ ~. Δεν μπορείς να γυρίσεις τον χρόνο πίσω: ~ ~., τον γράφω/τον έχω γραμμένο (προφ.): δεν του δίνω καμιά απολύτως σημασία: Με ~ει κανονικά. Ας λέει ό,τι θέλει, τον έχω γραμμένο!, (γράφω κάποιον/κάτι) στα μαύρα κατάστιχα βλ. κατάστιχο, (γράφω κάτι/κάτι γράφεται) με χρυσά γράμματα (στην ιστορία) βλ. γράμμα, αν/άμα ..., (εμένα) σφύρα μου/να μου σφυρίξεις (κλέφτικα)/γράψε μου/να μου γράψεις! βλ. σφυρίζω, γράφει/έγραψε/θα γράψει ιστορία βλ. ιστορία, γράφεται στο χιόνι βλ. χιόνι, γράφω (κάποιον/κάτι) στ' αρχίδια μου/στα παπάρια μου βλ. αρχίδι, γράψε σβήσε/σβήσε γράψε βλ. σβήνω, γράψε/γράψτε λάθος βλ. λάθος, πού το βρήκες γραμμένο; βλ. βρίσκω ● βλ. γραμμένο [< 1,2,4: αρχ. γράφω 3: αγγλ. record, γαλλ. enregistrer 5: μεσν. σημ.]
-ηρός, ή, ό (λόγ.): επίθημα για την εμφατική δήλωση γνωρίσματος: αιματ~/αιχμ~/ανθ~/δαπαν~/ζω~/μελετ~/μοχθ~/νοσ~/οκν~/ολισθ~/σιωπ~/τολμ~. Πβ. -αρός, -ερός.
-ίτης2: επίθημα για την απόδοση ξένων όρων, ιδ. ορυκτών: βωξ~/γραν~/γραφ~/δολομ~/λιγν~.
κυκλοφορία κυ-κλο-φο-ρί-α ουσ. (θηλ.) 1. μετακίνηση ανθρώπων και οχημάτων: απρόσκοπτη/αυξημένη/διαμπερής/θαλάσσια/οδική/ομαλή ~. Απαγόρευση/αποσυμφόρηση/έλεγχος/περιορισμός/η ροή της ~ας. ~ αεροπλάνων/αυτοκινήτων/πεζών/πλοίων/σκαφών. Άδεια/τέλη ~ας. Εκ περιτροπής ~ (πβ. δακτύλιος). Προβλήματα στην ~. Κατεύθυνση/λωρίδες ~ας. Αποκαταστάθηκε/διεκόπη/παρακωλύεται η ~. Η ~ ρυθμίζεται από τροχονόμο/με φωτεινούς σηματοδότες. Ο δρόμος θα δοθεί στην ~ (: θα επιτραπεί η ~). Πβ. κίνηση. Βλ. κυκλοφοριακό, μποτιλιάρισμα. 2. διάθεση αγαθών, προϊόντων στην αγορά· (συνεκδ. κυρ. στον πληθ.) προϊόν που διατίθεται προς πώληση: Τα τραπεζογραμμάτια ευρώ βρίσκονται σε ~ (= κυκλοφορούν) από την 1η Ιανουαρίου 2002. Αποσύρθηκαν από την ~ ... χιλιάδες πλαστά χαρτονομίσματα. (ΟΙΚΟΝ.) Νομίσματα με νόμιμη ~. Ετήσια/μέση/μηνιαία ~ ενός περιοδικού (: ο αριθμός των τευχών που αγοράστηκαν). Έντυπη/ηλεκτρονική ~ (= έκδοση) ενός βιβλίου. Η επίσημη ~ του ντιβιντί. Το πρώτο σε ~ (= πωλήσεις) μοντέλο αυτοκινήτου. Εφημερίδα ευρείας ~ας.|| Ελληνικές/ξένες/τελευταίες μουσικές ~ες (: σιντί). Νέα/συλλεκτική ~ από τις εκδόσεις ... (: έντυπο, βιβλίο). 3. (κατ' επέκτ.) διάδοση: ελεύθερη ~ της γνώσης/των δεδομένων/ιδεών/πληροφοριών. Βλ. απόκρυψη. 4. ροή, κίνηση υγρών ή αερίων: υπόγεια ~ των υδάτων. Καλή ~ του αέρα (πβ. αερισμός). Βλ. ανα~.|| (ΒΙΟΛ.-ΙΑΤΡ.) Αγγειακή/αρτηριακή/φλεβική ~. (στα φυτά) ~ των χυμών. Βλ. μικρο~, -φορία. ● ΣΥΜΠΛ.: ελεύθερη κυκλοφορία: ανεμπόδιστη διακίνηση: ~ ~ εμπορευμάτων/εργαζομένων/κεφαλαίων/προϊόντων/προσώπων/υπηρεσιών. Κάρτα ~ης ~ας., κυκλοφορία της ατμόσφαιρας & ατμοσφαιρική κυκλοφορία: ΜΕΤΕΩΡ. οι κινήσεις μεγάλων αέριων μαζών στην ατμόσφαιρα. Βλ. υψηλό/χαμηλό βαρομετρικό. [< γαλλ. circulation de l'atmosphère] , κυκλοφορία του αίματος & (σπάν.) αιματική κυκλοφορία: ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. η συνεχής κίνηση του αίματος από την καρδιά, μέσω των αρτηριών, στα διάφορα όργανα και η επιστροφή του σε αυτήν διαμέσου των φλεβών: μεγάλη ή γενική (: από και προς όλο τον οργανισμό)/μικρή ή πνευμονική (: από και προς τους πνεύμονες) ~ ~. Πβ. κυκλοφορικό σύστημα. Βλ. εμβολή, θρόμβωση, ντόπλερ. [< γαλλ. la circulation du sang/sanguine] , ανάσχεση της κυκλοφορίας βλ. ανάσχεση, αριθμός κυκλοφορίας βλ. αριθμός, ελεγκτής εναέριας κυκλοφορίας βλ. ελεγκτής, εναέρια κυκλοφορία βλ. εναέριος, εξωσωματική κυκλοφορία βλ. εξωσωματικός, κάμερες διαχείρισης (της) κυκλοφορίας βλ. κάμερα, Κώδικας Οδικής Κυκλοφορίας βλ. κώδικας, οδός/δρόμος ταχείας κυκλοφορίας βλ. οδός, παράπλευρη κυκλοφορία βλ. παράπλευρος, πινακίδες κυκλοφορίας βλ. πινακίδα ● ΦΡ.: θέτω σε κυκλοφορία: προωθώ στην αγορά, ξεκινώ να πουλώ: Η εταιρεία έθεσε ~ ~ το νέο μοντέλο. Τα εισιτήρια του αγώνα έχουν ήδη τεθεί ~ ~. [< γαλλ. m ettre en circulation] [< αρχ. κυκλοφορία 'κυκλική κίνηση', γαλλ. circulation]
-λογία επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που αναφέρεται σε 1. επιστημονικό κλάδο ή τομέα: βιο~/γλωσσο~/επιστημο~/θεο~/κοινωνιο~/ορυκτο~/παθο~/πετρο~/φιλο~/ψυχο~. Βλ. -ικός. 2. λόγο, λόγια: ακριβο~/αντι~/απο~/δικαιο~/ηθικο~.|| (αρνητ. συνυποδ.) Αερο~/εκλογο~/καταστροφο~/κενο~/πολυ~. Αισχρο~ (βλ. -λόγος)/δαιμονο~/κινδυνο~.|| (ομιλία) Δευτερο~. 3. σύνολο συγκεντρωμένων στοιχείων, αρχών, κανόνων: (περιληπτ.) θεματο~ (πβ. -γραφία). Νομο~.|| (συλλογή) Aνθο~ (βλ. -λόγιο).|| Δεοντο~/μεθοδο~. 4. προσδιορισμό, καθορισμό ή στο αποτέλεσμά τους: βαθμο~ (πβ. βαθμολόγηση)/δοσο~/χρονο~. Βλ. -λογώ.
-λόγος επίθημα αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών με αναφορά σε 1. ειδικό επιστήμονα ή επαγγελματία: (o/η) αρχαιο~/αστικο~/βιο~/θεο~/παθο~. Εκλογο~.|| Ηλεκτρο~. Βλ. -γράφος. 2. πρόσωπο που συνηθίζει να τοποθετείται ή να εκφράζεται με συγκεκριμένο τρόπο: (αρνητ. συνυποδ.) καταστροφο~/κινδυνο~.|| Ευφυο~. Καυχησιο~/λασπο~/χυδαιο~. 3. (σπάν.) άτομο που συλλέγει ό,τι δηλώνει η πρωτότυπη λέξη: ανθο~/σταχυο~. 4. (σπανιότ.-μόνο στο αρσ.) εργαλείο: βιδο~.
-ουριά (λαϊκό): επίθημα θηλυκών ουσιαστικών με μεγεθυντική, συνήθ. μειωτική, ή περιληπτική σημασία: λασπ~.|| Κλεφτ~.
ρέζους ρέ-ζους ουσ. (ουδ.) {άκλ.} & παράγοντας ρέζους: ΙΑΤΡ. αντιγόνο των ερυθρών αιμοσφαιρίων (σύμβ. Rh) που υπάρχει στο 85% του ανθρώπινου πληθυσμού: αρνητικό/θετικό ~. Βλ. ομάδα αίματος, ρήσος. [< αγγλ. rhesus (monkey), 1941 < Ῥῆσος, γαλλ. rhésus, 1945 ]
ρουφώ [ρουφῶ] ρου-φώ ρ. (μτβ.) {ρουφ-ά κ. -άει ... | ρούφ-ηξα, -ιέται, -ήχτηκε, -ηγμένος, -ώντας} & ρουφάω 1. καταπίνω μικρή ποσότητα υγρού, εισπνέοντας βαθιά και κλείνοντας ελαφρά τα χείλη: ~άει τη σούπα της. ~ηξε μια γουλιά καφέ/τον χυμό (με το καλαμάκι). Το μωρό ~ούσε το γάλα λαίμαργα. Πβ. πίνω.|| (κατ' επέκτ.) Οι μέλισσες ~ούν το νέκταρ των λουλουδιών. Πβ. απομυζώ. 2. εισπνέω· ειδικότ. πιέζω, τραβώ προς τα μέσα: ~ηξε τον (καθαρό) αέρα/τον καπνό/μια τζούρα. ~ηξε τη μύτη του.|| ~ την κοιλιά μου. ~ηγμένα: μάγουλα (: πολύ αδυνατισμένα). 3. (μτφ.-προφ.) αφοσιώνομαι ολοκληρωτικά σε κάτι που ακούω ή διαβάζω: Τα παιδιά ~ούσαν κάθε λέξη μας. Το μυθιστόρημά του με συνεπήρε, το ~ηξα. Βλ. αφομοιώνω. 4. (μτφ.) εξαντλώ κάποιον σωματικά ή ψυχολογικά: Έχει ~ήξει όλη μου τη δύναμη/την ενέργεια/τη ζωντάνια. Πβ. καταπονώ, ξεζουμίζω. 5. (μτφ.-προφ.) κλέβω: ~ηξαν τα λεφτά. Πβ. καταχρώμαι, υπεξαιρώ. 6. (αργκό ποδοσφαίρου) δέχομαι γκολ. Πβ. τρώω. ● ρουφά & ρουφάει (μτφ.): απορροφά: Η ηλεκτρική σκούπα ~ τη σκόνη. Το χώμα ~ηξε τη βροχή. (ΜΑΓΕΙΡ.) Αφήνουμε το ρύζι να ~ήξει το ζουμί.|| (λογοτ.) Τους ~ηξε η θάλασσα (: τους τράβηξε στον βυθό, πνίγηκαν). ● ΦΡ.: ρούφα τ' αβγό σου (αργκό-μειωτ.): μη μιλάς, μην επεμβαίνεις. Πβ. κάθομαι στ' αβγά μου., ρουφάει/πίνει το αίμα/το μεδούλι κάποιου & τρώει το μεδούλι κάποιου (μτφ.-προφ.): τον εκμεταλλεύεται στυγνά., πίνει/ρουφάει/τραβάει σαν σφουγγάρι βλ. σφουγγάρι, τρώω/καταβροχθίζω/ρουφάω ένα βιβλίο βλ. βιβλίο [< μεσν. ρουφώ]
στάζω στά-ζω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {έστα-ξα, στά-ξει, στάζ-οντας} 1. (για κάτι που) αφήνει υγρό να πέφτει σε σταγόνες, παρουσιάζει διαρροή ή (για υγρό, ρευστό που) χύνεται σιγά σιγά, διαρρέει: Η βαλβίδα/η βρύση/το καζανάκι ~ει. Όποτε βρέχει, τα κεραμίδια ~ουν. Τα απλωμένα ρούχα ~ουν στο μπαλκόνι. Κερί που δεν ~ει. Η μύτη σου ~ει, συναχώθηκες. Το δάχτυλό μου ~ει αίμα.|| (ως υπερβολή) ~ζε ιδρώτα/ολόκληρη (: ήταν μούσκεμα).|| ~ει η μαστίχα/το ρετσίνι. Η πάχνη ~ει απ' τα φύλλα. Πρόσεξε μη ~ξει καφές στον καναπέ/στην μπλούζα! Ούτε ένα δάκρυ δεν ~ξε από τα μάτια της. Χωρίς να ~ξει σταγόνα αίμα.|| (μτφ.) Όλο το κείμενο ~ει ωμή ειρωνεία. 2. (προφ.) ρίχνω ελάχιστο υγρό: Στάξε μου μια στάλα κρασί στο ποτήρι.|| (μτφ.) Στάξε μου φαρμάκι, αφού το θέλεις (= πίκρανέ με). 3. (αργκό) πληρώνω πολλά χρήματα για κάποιον σκοπό: Τα ~ει κάθε μήνα στον σπιτονοικοκύρη. Για να εξυπηρετηθεί κάποιος, πρέπει να τα ~ξει χοντρά. Πόσα ~ξες; ΣΥΝ. τα σκάω. ● ΦΡ.: (η γλώσσα/το στόμα του) στάζει/έχει μέλι (μτφ.): είναι γλυκομίλητος ή εκφράζεται πολύ θετικά, κολακευτικά για κάποιον: Σίγουρα του αρέσεις, μιλάει για σένα και ~ ~. Τι όμορφα που μιλάει! Μα μέλι έχει η γλώσσα του;, (η γλώσσα/το στόμα του) στάζει/έχει φαρμάκι/δηλητήριο/κακία/χολή (μτφ.): είναι κακοπροαίρετος και πικρόχολος, εκφράζεται πολύ αρνητικά για κάποιον: Η πένα του στάζει φαρμάκι (: είναι δηκτικός). Στάζει χολή για ..., μη βρέξει και μη στάξει/μη στάξει και μη βρέξει: για υπερβολική φροντίδα προς κάποιον: Την έχουν ~ ~ (= στα όπα όπα)., τα χέρια του στάζουν αίμα (μτφ.): έχει κάνει ή είναι υπεύθυνος για πολλούς φόνους. ΣΥΝ. έβαψε/έχει βάψει τα χέρια του με/στο αίμα [< αρχ. στάζω]
υπογράφω [ὑπογράφω] υ-πο-γρά-φω ρ. (μτβ.) {υπέγρα-ψα (προφ.) υπόγρα-ψα, υπογρά-ψει, υπογρά-φηκε (προφ.) -φτηκε (λόγ. υπεγράφ-η, -ησαν, μτχ. υπογραφ-είς, -είσα, -έν), -φεί (προφ.) -φτεί, υπογράφ-οντας, -όμενος, υπογρα-μμένος (συχνότ. λόγ.) υπογεγραμμένος} 1. βάζω υπογραφή: ~ την αίτηση/τη δήλωση/το έγγραφο/την επιταγή. Η γιαγιά μου είναι αγράμματη και ~ει με σταυρό. Ο πίνακας είναι υπογεγραμμένος από τον καλλιτέχνη. (προστ.) Υπόγραψε (εσφαλμ.: υπέγραψε) εδώ.|| (επίσ.) Ο ~όμενος ... δηλώνω υπεύθυνα ότι ...|| Ο συγγραφέας ~ει τα βιβλία του με το πραγματικό του όνομα/με ψευδώνυμο.|| Το άρθρο/την επιστολή/το κείμενο ~ει γνωστός δημοσιογράφος. Πβ. συντάσσω.|| Θα μετανιώσει για τη συμπεριφορά του, αυτό σ(ου) το ~ (: σε διαβεβαιώνω). 2. (κατ' επέκτ.) αποδέχομαι επίσημα, εγκρίνω ή επικυρώνω την ισχύ συμφωνίας με την υπογραφή μου: Τα δύο συμβαλλόμενα μέρη ~ψαν συμφωνητικό/συνεργασία. Η εταιρεία ~ψε σύμβαση για την κατασκευή του έργου. Ο διεθνής άσος ~ψε (συμβόλαιο) με την/στην ομάδα μας.|| ~ψε την απόφαση (του συμβουλίου)/τη διαμαρτυρία. Βλ. προσ~, συν~.|| Οι δύο χώρες ~ψαν ανακωχή/εκεχειρία. Η κυβέρνηση ~ψε το πρωτόκολλο/τη συνθήκη ...|| (ειρων.-εμφατ.) ~ψε φαρδιά πλατιά την πρόταση για αύξηση του ωραρίου. ● ΦΡ.: υπογράφω και με τα δυο χέρια & υπογράφω με χέρια και με πόδια (προφ.-εμφατ.): υπογράφω χωρίς ενδοιασμούς· κατ' επέκτ. συμφωνώ ανεπιφύλακτα., υπογράφω με το αίμα μου: πεθαίνω για έναν σκοπό, μια αξία: Οι πρώτοι Χριστιανοί υπέγραψαν με το αίμα τους τη διακήρυξη της πίστης τους.|| (μτφ.) Αυτό που θα σου πω το υπογράφω με αίμα (: είμαι απόλυτα βέβαιος)., υπογράφω τη θανατική μου καταδίκη/την καταδίκη μου: προκαλώ τη δολοφονία μου, συνήθ. επειδή βλάπτω τα παράνομα συμφέροντα άλλων· κυρ. κατ' επέκτ. ζημιώνω σε μεγάλο βαθμό τον εαυτό μου ή κάποιον άλλον λόγω λανθασμένης ενέργειας ή απόφασής μου: Ο αυτόπτης μάρτυρας του φόνου υπέγραψε άθελά του τη θανατική του καταδίκη.|| (μτφ.) Μετά την τελευταία ήττα της η ομάδα υπέγραψε την καταδίκη της. [< αρχ. ὑπογράφω, γαλλ. souscrire, signer]
χύνω χύ-νω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {έχυ-σα, χύ-σει, -θηκε, -θεί, χύν-οντας, -όμενος, χυ-μένος} 1. ρίχνω υγρό, ρευστό ή κοκκώδες στερεό προς τα κάτω: Πρόσεξε μη χύσεις το γάλα/ποτό σου. (σε συνταγές:) Χύστε το σιρόπι στην κατσαρόλα (πβ. αδειάζω). Απόβλητα/λύματα που ~ονται στη θάλασσα (= αποβάλλονται, πετιούνται). Η λάβα χυνόταν από τον κρατήρα του ηφαιστείου (= ξεπηδούσε). Το λιωμένο μέταλλο θα χυθεί σε καλούπια (: για να ψυχθεί και να πάρει το σχήμα τους, βλ. χύτευση). Λάδια χυμένα στο οδόστρωμα. Άγαλμα χυμένο σε χαλκό. Πβ. εκχέω.|| Έχυσε το αλάτι/τη ζάχαρη. Χυμένο: αλεύρι. Πβ. διασκορπίζω. 2. (προφ.) εκσπερματώνω· (για γυναίκα) αποβάλλω κολπικά υγρά κατά την κορύφωση της ερωτικής πράξης. Πβ. τελειώνω. Βλ. οργασμός. ● Παθ.: χύνεται 1. εκβάλλει: Ο ποταμός ~ στη θάλασσα/στη λίμνη. Πβ. εκρέει. 2. (μτφ.) εισβάλλει ορμητικά, απλώνεται: Το φως ~ από το παράθυρο. Τα μαλλιά της χύθηκαν στον ώμο του., χύνομαι 1. κινούμαι με ορμή, κυρ. λόγω έντονων συναισθημάτων ή κούρασης: Χύθηκε στην αγκαλιά του (: έπεσε, έτρεξε, ρίχτηκε). Χύθηκε πάνω του να τον σκοτώσει (: όρμησε, χίμηξε, του επιτέθηκε).|| Χύθηκε στον καναπέ/στην πολυθρόνα (: σωριάστηκε). 2. (μτφ., για ανθρώπους) ξεχύνομαι με ενθουσιασμό: Ο κόσμος/το πλήθος χύθηκε έξω/στους δρόμους. ● ΦΡ.: έχει χυθεί/χύθηκε πολύ μελάνι/πολλή μελάνη & έχουν χυθεί/χύθηκαν τόνοι μελάνης/μελάνι/μελανιού: έχουν γραφτεί πολλά: ~ ~ για τα αίτια του θανάτου της. Βλ. γίνεται (μεγάλος/πολύς) ντόρος., χύνω αίμα/ιδρώτα: κοπιάζω πολύ, μοχθώ, για να επιτύχω κάτι., χύνω δάκρυα: κλαίω: Έχυσαν ποταμούς δακρύων/χύθηκαν πολλά δάκρυα (: έκλαψαν πολύ). Έχυσε ~ μετάνοιας/χαράς. Έχυσε πικρά ~ (: μετάνιωσε πικρά). Δεν έχυσε ούτε ένα δάκρυ., δίνω/χύνω το αίμα μου (για κάποιον/κάτι) βλ. αίμα, κλαίω με μαύρο δάκρυ βλ. δάκρυ, ρίχνω χολή/δηλητήριο/φαρμάκι βλ. ρίχνω, ρίχνω/χύνεται/πέφτει άπλετο φως βλ. άπλετος, χύνει/κλοτσά την καρδάρα με το γάλα βλ. καρδάρα, χύνεται (άφθονο/πολύ) αίμα (/χύνονται ποτάμια/ποταμοί αίματος)/τρέχει (ποτάμι το) αίμα βλ. αίμα [< 1: μτγν. χύνω]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ