Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 24 εγγραφές  [0-20]


  • αίμα [αἷμα] αί-μα ουσ. (ουδ.) {αίμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. ΙΑΤΡ. το κόκκινο υγρό που κυκλοφορεί στην καρδιά, τις αρτηρίες, τις φλέβες και τα τριχοειδή αγγεία του ανθρώπου και των άλλων σπονδυλωτών ζώων και κατ' επέκτ. των ασπόνδυλων, μεταφέροντας οξυγόνο και τις αναγκαίες για τον οργανισμό ουσίες και απομακρύνοντας τις άχρηστες: αναλυτής/απώλεια/δείγμα/θρόμβος/ίχνη/καλλιέργεια/κηλίδες/ορός/προσφορά/ροή/χορήγηση/φιάλη ~ατος. Οι λειτουργίες/τα λιπίδια/οξυγόνωση/πηκτικότητα/παράγωγα/το πλάσμα/σάκχαρο/συστατικά του ~ατος. Ασθένειες του ~ατος (βλ. αν-, λευχ-, σηψ-, υπερ-αιμία). Λεκές από ~. Ανιχνεύτηκαν υψηλά επίπεδα χοληστερόλης στο ~. Έκθεση σε μολυσμένο ~. Έδωσε/πρόσφερε ~ (: έγινε αιμοδότης). Χρειάζεται επειγόντως ~. Βγήκε/έτρεξε ~ από τη μύτη του/την πληγή. Του πήραν ~ (για εξέταση). Εμφάνισε ~ στα ούρα. Έχει πολύ ~ (: κατά την έμμηνο ρύση). Τα χέρια του γέμισαν ~/~ατα. (εμφατ.) Το κουνούπι τού ήπιε/ρούφηξε το ~. Βλ. αιμο-πετάλιο, -σφαίρια.|| (στον πληθ., για δήλωση μεγάλης ποσότητας) Τον είδε μες στα ~ατα.|| (μτφ.) Το καρπούζι είναι/στάζει ~ (: είναι πολύ κόκκινο, ζουμερό). 2. (μτφ.) ζωτική δύναμη, το ίδιο το άτομο, η ζωή του: Αυτό το σπίτι είναι το ~ του (: ο ιδρώτας, ο κόπος, ο μόχθος του). Σου έδωσα το ~ μου (: την ψυχή)/το ~ της καρδιάς μου! 3. (μτφ.) καταγωγή, συγγένεια και συνεκδ. ο συγγενής: Έχει/κυλάει αριστοκρατικό/βασιλικό/ελληνικό/τσιγγάνικο ~ στις φλέβες του. Είμαστε ένα/το ίδιο ~ (πβ. όμαιμος). (επίσ.) Εξ ~ατος διαδοχή/καταγωγή.|| (συνεκδ.) Ό, τι κι αν κάνει, είναι ~ μου και δεν μπορώ να του κρατήσω κακία. Τον πρόδωσε το ίδιο του το ~. 4. (μτφ.) φόνος: ταινίες με πολύ ~. Ζητά εκδίκηση για το ~ αθώων. Διψά για ~. (προτρεπτικά) ~ στο ~ (: ο φόνος πρέπει να πληρωθεί με φόνο, βλ. βεντέτα). Θυσίες/ποτάμι ~ατος (: για αιματοχυσία).|| Το πρώτο ~ (: οι πρώτοι νεκροί του αγώνα/πολέμου). Το ~ των ηρώων/μαρτύρων (= η θυσία). ● ΣΥΜΠΛ.: ακάθαρτο αίμα: το αίμα που περιέχει ουσίες τις οποίες αποβάλλει ο οργανισμός: Από την καρδιά το ~ ~ οδηγείται στους πνεύμονες., γαλάζιο αίμα: αριστοκρατική καταγωγή: Έχει ~ ~ (: είναι γαλαζοαίματος). Στις φλέβες του κυλά/ρέει ~ ~., δεσμός αίματος {συνηθέστ. στον πληθ.}: σχέση συγγένειας και κατ' επέκτ. δυνατής φιλίας: ~ ~ μεταξύ γονέα και παιδιού. Τους ενώνουν/συνδέουν (άρρηκτοι/ακατάλυτοι) ~οί ~.|| (μτφ.) Μεταξύ των εταιρειών υπάρχει ~ ~. [< γερμ. die Bande des Blutes] , εξέταση/ανάλυση/τεστ αίματος: ΙΑΤΡ. εξέταση δείγματος αίματος με σκοπό τον καθορισμό της ομάδας αίματος, την ύπαρξη παθολογικού ή κληρονομικού παράγοντα: γενική/διαγνωστική/ειδική/μικροβιολογική ~ ~. Ανοσολογικές/βιοχημικές/εξειδικευμένες αναλύσεις ~. ~ ~ και ούρων. ~ ~ για την ανίχνευση ιού/μεσογειακή αναιμία. Διάγνωση της νόσου με μία απλή ~ ~. Έκανε γενική (ενν. εξέταση) αίματος. [< αγγλ. blood test, 1912] , κρύο αίμα: ψυχραιμία., κύκλος (του) αίματος: διαδοχικοί φόνοι, αιματοχυσία., λήψη αίματος: ΙΑΤΡ. διαδικασία κατά την οποία λαμβάνεται αίμα με σύριγγα (για εργαστηριακές εξετάσεις). ΣΥΝ. αιμοληψία, λουτρό αίματος (μτφ.): αιματοχυσία: Σύγκρουση που εξελίχθηκε/κατέληξε σε (απίστευτο/φρικιαστικό) ~ ~ αμάχων. [< γαλλ. bain de sang] , μαύρο/σκοτωμένο αίμα (εμφατ.): το σκούρο κόκκινο αίμα ή αυτό που προέρχεται από χτύπημα ή προκαλείται από ασθένεια: Άνοιξε η πληγή και βγήκε/έτρεξε ~ ~., μετάγγιση αίματος: ΙΑΤΡ. μετάγγιση. [< γαλλ. transfusion sanguine] , νέο αίμα (μτφ.): νέοι άνθρωποι με ανανεωτικές, προοδευτικές και πρωτοπόρες ιδέες σε κάποιον χώρο, τομέα: Χρειαζόμαστε ~ ~ στον αθλητισμό/στη Βουλή. Το ~ ~ (: προσωπικό) που θα στελεχώσει την εταιρεία. [< αγγλ. new blood] , ντόπινγκ αίματος: ΑΘΛ. μετάγγιση ερυθρών αιμοσφαιρίων σε αθλητή, συνήθ. πριν από αγώνα, που του είχαν αφαιρεθεί παλιότερα, για να αυξηθεί η ικανότητα οξυγόνωσης του οργανισμού του: Έλεγχος ~ ~. [< αγγλ. blood doping, 1973] , ομάδα αίματος & (σπάν.) τύπος αίματος: ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. κατηγοριοποίηση του αίματος με βάση την παρουσία ή απουσία ειδικών αντιγόνων στα ερυθρά αιμοσφαίρια: ~ ~ A, B, AB, 0. Βλ. ρέζους. [< αγγλ. blood group/type, 1916] , όρκος αίματος: όρκος που επισφραγίζεται με χύσιμο αίματος: δεμένοι με ~ο ~. Έδωσαν ~ο ~ (: για αιώνια πίστη και αφοσίωση)., πήξη του αίματος: ΙΑΤΡ. διαδικασία κατά την οποία το αίμα μετατρέπεται σε αδιάλυτο σύνολο (πήγμα): Τα αιμοπετάλια βοηθούν στην ~ ~. Βλ. αιμορροφιλία, αντιπηκτικό, προθρομβίνη., πίεση (του) αίματος: ΙΑΤΡ. πίεση που ασκεί το αίμα στα τοιχώματα των αιμοφόρων αγγείων: αυξημένη/διαστολική/συστολική/υψηλή/φυσιολογική/χαμηλή (αρτηριακή) ~ ~. [< αγγλ. blood pressure] , το αίμα του Ιησού/Κυρίου/Χριστού: ΕΚΚΛΗΣ. ο οίνος της Θείας Ευχαριστίας: Κοινωνώ/μεταλαμβάνω (το) σώμα και (το) ~ ~., τράπεζα αίματος: χώρος συλλογής, επεξεργασίας και αποθήκευσης αίματος με σκοπό τη διάθεσή του για μεταγγίσεις και κατ' επέκτ. ο αντίστοιχος οργανισμός: Δίνω αίμα στην ~ ~. [< γερμ. Blutbank] , φόρος αίματος (μτφ.): μεγάλος αριθμός βίαιων θανάτων συνήθ. σε πολεμική επιχείρηση, αιματοχυσία, ατύχημα: ~ ~ στην άσφαλτο. Βαρύ ~ο ~ πλήρωσαν οι στρατιώτες στο πεδίο της μάχης., κυκλοφορία του αίματος βλ. κυκλοφορία ● ΦΡ.: (συγγενείς/συγγένεια) εξ αίματος: με κοινή οκογενειακή καταγωγή: Έχουν/συνδέονται με συγγένεια ~ ~ δεύτερου/πρώτου βαθμού. Είναι συγγενείς ~ ~ σε ευθεία/πλάγια γραμμή. ΑΝΤ. (συγγενείς/συγγένεια) εξ αγχιστείας/από αγχιστεία, αίμα και άμμος!: (για χαρακτηρισμό έκρυθμων καταστάσεων) μεγάλη φασαρία, πολλά επεισόδια εξαιτίας οξυμμένων αντιπαραθέσεων ή έντονου φανατισμού: Έγινε ~ ~ στη διαδήλωση. Θα γίνει ~ ~ στο αυριανό ντέρμπι. Πβ. τα έκαναν γυαλιά καρφιά., ανάβουν τα αίματα: προκαλείται αντιπαράθεση, μεγάλη ένταση, θυμός: Άναψαν ~ στον αγωνιστικό χώρο/στη συνεδρίαση του δημοτικού συμβουλίου., βάζω (κάποιον)/μπαίνω στα αίματα: κινητοποιώ κάποιον να αναμειχθεί με κάτι ή παρασύρομαι να εμπλακώ σε αυτό: Τον έβαλε/μπήκε ~ να ασχοληθεί με την πολιτική., βουτηγμένος στο αίμα 1. για πρόσωπο που αιμορραγεί. 2. για εγκληματία: Είναι ~ ~ από τα αλλεπάλληλα φονικά.|| (σπανιότ.) Βούτηξε τα χέρια του ~ αθώων (: τους σκότωσε)., βράζει/κοχλάζει το αίμα (μτφ.): για μεγάλη ζωντάνια, ενεργητικότητα και έντονες ορμές: Νέοι είναι, ~ ~ τους., δεν έχει αίμα μέσα/στις φλέβες του/σταγόνα αίμα μέσα του/δεν τρέχει/κυλάει αίμα στις φλέβες του (μτφ.): δεν έχει αισθήματα, μένει ασυγκίνητος μπροστά στον ανθρώπινο πόνο: Εσύ δεν έχεις αίμα (μέσα/πάνω) σου/δεν κυλάει αίμα στις φλέβες σου! Είσαι εντελώς αναίσθητος!, δίνω/χύνω το αίμα μου (για κάποιον/κάτι): δίνω τη ζωή μου, θυσιάζομαι για κάτι: Έδωσαν ~ τους για τη λευτεριά/την πατρίδα/την πίστη., είναι/το έχω στο αίμα μου: έχω την τάση να κάνω κάτι, είναι αναπόσπαστο στοιχείο του χαρακτήρα μου, το έχω εκ γενετής: Το ψέμα είναι ~ της (: στη φύση, στο είναι της, μέσα της). [< γαλλ. dans le sang] , κάποιος/κάτι μου ανεβάζει το αίμα στο κεφάλι/την πίεση (μτφ.-εμφατ.): με εξοργίζει, με κάνει έξω φρενών: Η απραξία/ο δόλος του μου ανέβασε ~. Με τα καμώματά της ~ ~., κατουρώ/ξερνώ αίμα: αποβάλλω αίμα από τα αντίστοιχα σημεία του σώματος: (κ. μτφ. ως απειλή) Θα σε κάνω να κατουρήσεις/ξεράσεις ~., κολυμπώ/πλέω/λούζομαι στο αίμα (μτφ.): είμαι γεμάτος αίμα, συνήθ. ως αποτέλεσμα μεγάλης αιμορραγίας ή πολλαπλών τραυμάτων., λερώνω τα χέρια μου με αίμα (μτφ.): διαπράττω φόνο: Λέρωσε τα χέρια του ~ αδερφικό., με αίμα (μτφ.) 1. με φόνο: Η προσβολή/ο φόνος/το αίμα θα ξεπλυθεί ~ ~. 2. με αιματοχυσία, με προσφορά, στέρηση της ζωής κάποιου (για την επίτευξη ανώτερου σκοπού): γη βαμμένη/ποτισμένη ~ ~. 3. με κόπους, με βάσανα και στερήσεις: Ό,τι απέκτησε, το απέκτησε ~ ~ (και δάκρυα/θυσίες/ιδρώτα/πόνο)., με πήραν τα αίματα (προφ.): άρχισα να χάνω αίμα, αιμορραγώ (εξαιτίας τραυματισμού)., μέχρι την τελευταία ρανίδα του αίματος & (λόγ.) μέχρι τελευταίας ρανίδος: για αγώνα ή προσπάθεια που γίνεται μέχρι(ς) εσχάτων: Υπερασπίστηκαν την ελευθερία ~ του αίματός τους. Θα παλέψουμε μέχρι τελευταίας ρανίδος., μου (έ)κοψε το αίμα/τη χολή & (σπάν.) μου έσπασε τη χολή (μτφ.): με τρόμαξε πολύ: Μου ~ψες ~! Ακούστηκε ένας δυνατός κρότος που του ~ ~.|| Μου κόπηκε ~ από τον φόβο (= κατατρόμαξα)., πάγωσε το αίμα (στις φλέβες) μου (μτφ.): τρόμαξα πολύ, παρέλυσα από τον φόβο: Η είδηση/ο σεισμός ~ ~ στις φλέβες μας., παίρνω το αίμα μου πίσω/πίσω το αίμα μου & παίρνω το δίκιο μου πίσω (μτφ.): εκδικούμαι: Είναι αποφασισμένος να πάρει το αίμα του πίσω για την ταπείνωση που υπέστη., πνίγω στο αίμα (μτφ.): καταστέλλω κάτι με βίαιο τρόπο, προκαλώντας τον θάνατο πολλών ατόμων: Η διαδήλωση/εξέγερση/στάση ~ηκε ~.|| Ο τόπος ~ηκε ~ από τα εχθρικά στρατεύματα (= αιματοκυλίστηκε)., πότισε με το αίμα του: θυσιάστηκε για κάτι: ~σαν ~ τους το δέντρο της λευτεριάς. ~σε την πατρική γη με ~. Η σημαία ποτίστηκε με ~ των αγωνιστών. Γη ποτισμένη με αίμα ηρώων/μαρτύρων., σιγά τα αίματα! (προφ.-ειρων.): απαξιωτική απάντηση σε απειλή ή για κατάσταση που θεωρείται σοβαρή ή προκαλεί φόβο: (καλέ) ~ ~, μας τρόμαξες! ~ ~, ρε μεγάλε/παλικαράδες!, το αίμα νερό δεν γίνεται: οι συγγενικοί δεσμοί δεν καταλύονται: Αδέρφια είναι, όσο κι αν τσακώνονται, στο τέλος τα ξαναβρίσκουν. ~ ~!, τραβάει το αίμα μου (κάτι) (μτφ.): έχω την τάση, ρέπω προς κάτι συνήθ. αρνητικό: Την τραβάει ~ του την απατεωνιά. Το τραβάει ~ του να τσακώνεται με τους άλλους., φτύνω αίμα 1. (μτφ.) βασανίζομαι σκληρά, ταλαιπωρούμαι αφάνταστα, για να επιτύχω κάτι: Καθημερινά ~ει ~ για το μεροκάματο. Έφτυσε ~ για να βγάλει το Πανεπιστήμιο/να μεγαλώσει τα παιδιά του. (απειλητ.) Θα τον κάνω να ~σει ~! Πβ. δεινοπαθώ, μαρτυρώ, παιδεύομαι, χτικιάζω. 2. έχω αιμόπτυση., χύνεται (άφθονο/πολύ) αίμα (/χύνονται ποτάμια/ποταμοί αίματος)/τρέχει (ποτάμι το) αίμα: προκαλείται αιματοχυσία, θάνατος από σκοτωμό, ατύχημα ή προσωπική θυσία: Έχει χυθεί πολύ αίμα/έχουν χυθεί ποτάμια αίματος στην άσφαλτο (: για τα θανατηφόρα τροχαία ατυχήματα).|| Θα χυθεί πολύ αίμα στον αυριανό αγώνα (ΣΥΝ. θα γίνει χαμός)!, βάφτηκε με/στο αίμα βλ. βάφω, έβαψε/έχει βάψει τα χέρια του με/στο αίμα βλ. βάφω, έγραψε (κάτι) με το αίμα του βλ. γράφω, μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι/η πίεση βλ. ανεβαίνω, ρουφάει/πίνει το αίμα/το μεδούλι κάποιου βλ. ρουφώ, τα χέρια του στάζουν αίμα βλ. στάζω, υπογράφω με το αίμα μου βλ. υπογράφω, χύνω αίμα/ιδρώτα βλ. χύνω [< αρχ. αἷμα, γαλλ. sang]
  • αιμαγγείωμα [αἱμαγγείωμα] αι-μαγ-γεί-ω-μα ουσ. (ουδ.): ΙΑΤΡ. καλοήθης όγκος από αιμοφόρα αγγεία που σχηματίζεται στον υποδόριο ιστό: ~ώματα στο πρόσωπο/σώμα. Βλ. αγγείωμα, -ωμα2. [< γαλλ. hémangiome, αγγλ. hæmangioma]
  • αιμάσσω [αἱμάσσω] αι-μάσ-σω ρ. {κυρ. στο γ' πρόσ. κ. στη μτχ. αιμάσσ-ων, -ουσα, -ον} (αρχαιοπρ., συνήθ. μτφ.): αιμορραγώ: η ~ουσα: οικονομία/πληγή του εμφυλίου πολέμου. Βλ. αφ~. [< αρχ. αἱμάσσω]
  • αιματ- βλ. αιματο-
  • αιματέμεση [αἱματέμεση] αι-μα-τέ-με-ση ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. εμετός αίματος που προέρχεται από το πεπτικό σύστημα, κυρ. το στομάχι. Βλ. αιμόπτυση. [< γαλλ. hématemèse, αγγλ. hæmatemesis]
  • αιματηρός [αἱματηρός] αι-μα-τη-ρός επίθ. 1. που συνοδεύεται από ή προξενεί αιματοχυσία: ~ός: πόλεμος. ~ή: έκρηξη/επίθεση/ληστεία/συμπλοκή. ~ό: τροχαίο (βλ. θανατηφόρο). ~ά: επεισόδια. ~ές: συγκρούσεις. Βλ. -ηρός. ΣΥΝ. αιματοβαμμένος (1) ΑΝΤ. αναίμακτος 2. (μτφ.) σκληρός, εξαντλητικός: ~ές: θυσίες/οικονομίες (: δυσβάσταχτες/υπέρμετρες). 3. ΙΑΤΡ. που περιέχει αίμα: ~ό: έκκριμα. ~ές: κενώσεις. ~ά: κόπρανα/πτύελα. ● επίρρ.: αιματηρά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] [< 1,2: αρχ. αἱματηρός 3: γαλλ. sanguinolent]
  • αιματικός , ή, ό [αἱματικός] αι-μα-τι-κός επίθ.: ΙΑΤΡ. σχετικός με το αίμα: ~ή: ροή. ~ό: σύστημα. ● ΣΥΜΠΛ.: κυκλοφορία του αίματος βλ. κυκλοφορία [< αρχ. αἱματικός]
  • αιμάτινος , η, ο [αἱμάτινος] αι-μά-τι-νος επίθ. 1. που περιέχει αίμα: ~η: κηλίδα. ~ο: αποτύπωμα. Πβ. αιματώδης. 2. (μτφ.-λογοτ.) που έχει το χρώμα του αίματος: ~ος: ήλιος (= πορφυρός). ~ο: τριαντάφυλλο (= βαθυκόκκινο). [< αρχ. αἱμάτινος]
  • αιματίτης [αἱματίτης] αι-μα-τί-της ουσ. (αρσ.): ΟΡΥΚΤ. ορυκτό οξείδιο του σιδήρου κοκκινωπού ή καστανού χρώματος και συνεκδ. η αντίστοιχη μαύρη πέτρα: πλακώδης/φυλλώδης ~.|| Σφραγιδόλιθοι κατασκευασμένοι από ~η. Βλ. -ίτης2. [< μτγν. αἱματίτης, γαλλ. hématite, αγγλ. hæmatite]
  • αιματο- & αιματό- & αιματ- & (λαϊκό) ματο- & ματό-: α΄ συνθετικό λέξεων που αναφέρονται στο αίμα: αιματο-βαμμένος/~κρίτης/~κύλισμα/~χυσία. Αιματ-έμεση.|| (εμφάνιση ή συγκέντρωση αίματος οφειλόμενη σε παθολογικά αίτια:) Αιματ-ουρία. Πβ. αιμο-.
  • αιματοβαμμένος , η, ο [αἱματοβαμμένος] αι-μα-το-βαμ-μέ-νος επίθ. & (λαϊκό) ματοβαμμένος 1. που έχει λερωθεί με αίμα και γενικότ. σχετίζεται με αιματοχυσίες και αγώνες: ~η: σημαία. ~α: χέρια. Ο άτυχος οδηγός ξεψύχησε στην ~η άσφαλτο.|| ~ος: πόλεμος (ΑΝΤ. αναίμακτος). ~η: γη/ιστορία. Τα ~α χώματα της πατρίδας. Πβ. αιματηρός, ματωμένος.|| (για πρόσ.) ~ος: τύραννος (ΣΥΝ. αιμοσταγής). 2. (μτφ.-λογοτ.) που έχει το χρώμα του αίματος, κατακόκκινος: ~η: σελήνη. ΣΥΝ. αιμάτινος (2), αιματώδης (2)
  • αιματοεγκεφαλικός , ή, ό [αἱματοεγκεφαλικός] αι-μα-το-ε-γκε-φα-λι-κός επίθ.: κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: αιματοεγκεφαλικός φραγμός: ΦΥΣΙΟΛ. επιλεκτικός μηχανισμός που εμποδίζει την είσοδο ορισμένων -κυρ. μακρομοριακών- ουσιών από το αίμα στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό και τον εγκεφαλικό ιστό. [< αγγλ. blood-brain barrier, 1944]
  • αιματοκρίτης [αἱματοκρίτης] αι-μα-το-κρί-της ουσ. (αρσ.): ΙΑΤΡ. το ποσοστό του όγκου του αίματος που καταλαμβάνουν τα ερυθρά αιμοσφαίρια: υψηλός/χαμηλός ~. Ανέβηκε/έπεσε ο ~. Γενική εξέταση αίματος για τον έλεγχο του ~η (: εργαστηριακός δείκτης εκτίμησης του αριθμού των ερυθροκυττάρων). [< γαλλ. hématocrite, 1900, αγγλ. hematocrit]
  • αιματοκύλισμα [αἱματοκύλισμα] αι-μα-το-κύ-λι-σμα ουσ. (ουδ.) & (λαϊκό-λογοτ.) ματοκύλισμα: αιματοχυσία: νέος κύκλος ~ίσματος. Διώξεις και ~ίσματα.
  • αιματοκυλώ & αιματοκυλίζω [αἱματοκυλῶ] αι-μα-το-κυ-λώ ρ. (μτβ.) {αιματοκύλ-ησε κ. αιματοκύλι-σε, αιματοκυλί-στηκε κ. -σθηκε, -στεί κ. -σθεί, -σμένος} & (λαϊκό-λογοτ.) ματοκυλώ: προξενώ αιματοχυσία: Ο πόλεμος ~σε τη χώρα. Το έθνος ~στηκε από τον εμφύλιο σπαραγμό. ~σμένη: περιοχή (ΣΥΝ. αιματοβαμμένη). [< μεσν. αιματοκυλώ]
  • αιματολογία [αἱματολογία] αι-μα-το-λο-γί-α ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. το αρχικό Α): ΙΑΤΡ. κλάδος που ασχολείται με τη φυσιολογία και τις ασθένειες του αίματος και των αιμοποιητικών οργάνων του σώματος: εργαστηριακή/κλινική/παιδιατρική ~. Βλ. -λογία. [< γαλλ. hématologie, αγγλ. hæmatology]
  • αιματολογικός , ή, ό [αἱματολογικός] αι-μα-το-λο-γι-κός επίθ.: ΙΑΤΡ. που αναφέρεται στην αιματολογία ή στον αιματολόγο: ~ός: αναλυτής/έλεγχος. ~ό: εργαστήριο. ~ές: εξετάσεις/κακοήθειες. ~ά: νοσήματα. ● Ουσ.: αιματολογικά (τα) (προφ.): τα αποτελέσματα των αιματολογικών εξετάσεων. [< γαλλ. hématologique, αγγλ. hæmatologic(al), 1946]
  • αιματολόγος [αἱματολόγος] αι-μα-το-λό-γος ουσ. (αρσ. + θηλ.): ΙΑΤΡ. γιατρός ειδικευμένος στην αιματολογία: παθολόγος-~. Βλ. -λόγος. [< γαλλ. hématologue, αγγλ. hæmatologist, 1904]
  • αιματουρία [αἱματουρία] αι-μα-του-ρί-α ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. παθολογική παρουσία αίματος στα ούρα. Βλ. -ουρία. [< γαλλ. hématurie, αγγλ. hæmaturia]
  • αιματοχυσία [αἱματοχυσία] αι-μα-το-χυ-σί-α ουσ. (θηλ.) (λόγ.): σοβαρός τραυματισμός ή βίαιος θάνατος πολλών ανθρώπων κατά τη διάρκεια αιματηρής σύγκρουσης ή ένοπλης επίθεσης: Συνεχίζεται η ~ στο ... (πβ. λουτρό αίματος). Έκκληση για τερματισμό της ~ας απηύθυνε ο ... Πβ. Αρμαγεδδώνας. ΣΥΝ. αιματοκύλισμα [< μτγν. αἱματοχυσία]

α- & αν-

α- & αν- & ά- & άν- & ανή-: πρόθημα λέξεων που δηλώνει έλλειψη, στέρηση (στερητικό άλφα): ά-οπλος/~υπνος. Α-όρατος/~κατανόητος. Αν-εκτίμητος/~εξάρτητος/~υπόφορος. Ανή-μπορος. Βλ. ανε- & ανέ-.

αγγείωμα

αγγείωμα [ἀγγείωμα] αγ-γεί-ω-μα ουσ. (ουδ.) {αγγειώμ-ατα}: ΙΑΤΡ. καλοήθης όγκος από αιμοφόρα ή λεμφικά αγγεία: λοιμώδες/σηραγγώδες/φλεβώδες/φλεγμονώδες ~. ~ ήπατος/προσώπου. Αραχνοειδή/αρτηριακά ~ατα. Βλ. αιμ~, λεμφ~, -ωμα2. [< γαλλ. angiome, αγγλ. angioma]

αιματο- & αιματό- & αιματ-

αιματο- & αιματό- & αιματ- & (λαϊκό) ματο- & ματό-: α΄ συνθετικό λέξεων που αναφέρονται στο αίμα: αιματο-βαμμένος/~κρίτης/~κύλισμα/~χυσία. Αιματ-έμεση.|| (εμφάνιση ή συγκέντρωση αίματος οφειλόμενη σε παθολογικά αίτια:) Αιματ-ουρία. Πβ. αιμο-.

αιμόπτυση

αιμόπτυση [αἱμόπτυση] αι-μό-πτυ-ση ουσ. (θηλ.) {-ης | -ύσεις, -ύσεων, συνηθέστ. στον πληθ.}: ΙΑΤΡ. αποβολή αίματος ή αιματηρών πτυέλων από το στόμα, συνήθ. λόγω παθήσεων του αναπνευστικού συστήματος: Είχε φυματίωση και υπέφερε από/έκανε ~ύσεις. Βλ. αιματέμεση, απόχρεμψη. [< γαλλ. hémoptysie, αγγλ. hæmoptysis]

αιμορροφιλία

αιμορροφιλία [αἱμορροφιλία] αι-μορ-ρο-φι-λί-α ουσ. (θηλ.) & αιμοφιλία: ΙΑΤΡ. κληρονομική ασθένεια που οδηγεί, λόγω διαταραχών στην πήξη του αίματος, σε ακατάσχετη αιμορραγία με τον παραμικρό τραυματισμό, εκδηλώνεται κυρ. σε άντρες, αλλά μεταβιβάζεται μόνο από γυναίκες. Βλ. φυλοσύνδετος, -φιλία. [< γαλλ. hémophilie, αγγλ. hæmophilia]

ανεβαίνω

ανεβαίνω [ἀνεβαίνω] α-νε-βαί-νω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {ανέβηκα, ανέβα, θα/να ανεβώ/ανέβω, έχω ανεβεί/ανέβει, ανεβασμένος, ανεβαίν-οντας} 1. (για έμψυχα ή άψυχα) κινούμαι από κάτω προς τα πάνω ή προς ψηλότερο σημείο και κατ' επέκτ. κινούμαι από τον νότο προς τον βορρά, από το κέντρο προς την περιφέρεια, από τα παράλια προς την ενδοχώρα: ~ την ανηφόρα/τον δρόμο (= ανηφορίζω, ΑΝΤ. κατηφορίζω)/το μονοπάτι/τα σκαλοπάτια. ~ στο άλογο (πβ. ιππεύω, καβαλικεύω)/στον άμβωνα/στο βήμα/στο δέντρο (= σκαρφαλώνω)/στην εξέδρα/στην κορυφή του βουνού (= αναρριχώμαι)/στη σκηνή/στην ταράτσα. Ο ήλιος ~ει (= (αν)υψώνεται) στον ουρανό. Το υποβρύχιο ~ει από τον βυθό στην επιφάνεια της θάλασσας. Το ασανσέρ ανέβηκε ως τον τέταρτο. Το αεροπλάνο ανέβηκε στα δέκα χιλιάδες πόδια. Δάκρυα ανέβηκαν στα μάτια του (= δάκρυσε). Ένας φιδωτός δρόμος ~ει (= φτάνει) ως την κορυφή του βουνού. Ανέβηκε στο πρώτο σκαλί του βάθρου (: πήρε το χρυσό μετάλλιο). Ανέβαινε (= μετέβαινε, πήγαινε) συχνά στην ..., για να δει τους δικούς του. Η πομπή ανέβηκε από το λιμάνι προς την πλατεία.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Ανέβηκε στο σάιτ (: έχει σταλεί στον διακομιστή).|| (ΓΡΑΜΜ.) Ο τόνος ανέβηκε κατά τη σύνθεση στο α' συνθετικό (: μεταφέρθηκε σε προηγούμενη συλλαβή). ΑΝΤ. κατεβαίνω (1) 2. {στο γ' πρόσ.} αυξάνομαι (ως προς την τιμή, τον όγκο, τη στάθμη, το ύψος, το όριο, την ένταση, την ποιότητα): ~ει η ζύμη (= φουσκώνει)/η θερμοκρασία/το κόστος/το ποσοστό. Η τιμή του ψωμιού ανέβηκε κατακόρυφα (ΑΝΤ. έπεσε). ~ει επικίνδυνα η στάθμη των υδάτων (ΑΝΤ. κατεβαίνει, κατέρχεται). Μου ανέβηκε το ζάχαρο. Ανέβηκε ο γενικός δείκτης του χρηματιστηρίου. Ανέβηκαν τα έξοδα/τα κέρδη της εταιρείας κατά 5%. Ανέβηκε το δολάριο/ευρώ. Έχει ανέβει αισθητά το βιοτικό επίπεδο της χώρας. Ο ρυθμός ανάπτυξης ανέβηκε σημαντικά (ΑΝΤ. μειώθηκε). Με ανεβασμένο ηθικό. 3. ανέρχομαι επαγγελματικά, κοινωνικά ή βαθμολογικά, αποκτώ θέση, κερδίζω αναγνώριση: ~ σε αξίωμα/στην εξουσία/στην ιεραρχία. Το κόμμα της αντιπολίτευσης ~ει στις δημοσκοπήσεις. Η ομάδα ανέβηκε στην Α' Εθνική. Έχει ανεβεί στην κορυφή των προτιμήσεων του κοινού. Πβ. ανελίσσομαι, προ-άγομαι, -οδεύω. 4. επιβιβάζομαι σε μεταφορικό μέσο: ~ στο αεροπλάνο/λεωφορείο/πλοίο/ποδήλατο/ταξί/τρένο (ΑΝΤ. αποβιβάζομαι). 5. (προφ.) νιώθω ψυχική ευφορία, είμαι πολύ ευδιάθετος: Μετά την επιτυχία του ανέβηκε ψυχολογικά. Ανεβασμένη διάθεση/ψυχολογία. Πβ. φτιάχνομαι. ΑΝΤ. πέφτω (11) 6. {στο γ' πρόσ.} (για θεατρικό έργο που) παρουσιάζεται στο κοινό: Η παράσταση ανέβηκε στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών (ΑΝΤ. κατέβηκε). Βλ. ξαν~. 7. {στο γ' πρόσ.} (+ σε) ανέρχομαι, φτάνω σε κάποιο ύψος: Το χρέος της χώρας ανέβηκε στα ... ευρώ. Ο αριθμός των τραυματιών από τον ισχυρό σεισμό ανέβηκε στους ... ● ΦΡ.: ανεβαίνει ο πήχης (μτφ.) 1. βελτιώνεται το επίπεδο ή τίθενται υψηλότεροι στόχοι: ~ ~ των παρεχόμενων υπηρεσιών/της ποιότητας των προϊόντων. 2. (+ γεν.) (για να δηλωθεί ότι) κάτι αυξάνεται: ~ ~ της αγανάκτησης/του κόστους. Βλ. ανεβάζω., ανεβαίνει ο υδράργυρος 1. αυξάνεται η θερμοκρασία της ατμόσφαιρας: ~ ~ στους 35 βαθμούς. 2. (μτφ.) εντείνονται οι αντιπαραθέσεις: Καθώς πλησιάζει η μέρα των εκλογών, τόσο ~ ~., ανεβαίνει στα ουράνια/στους επτά ουρανούς (μτφ.): είναι πανευτυχής: Μετά την κατάκτηση του πρωταθλήματος παίκτες και φίλαθλοι είχαν ανέβει ~. Βλ. ανεβάζω., ανεβαίνει στην εκτίμηση/στα μάτια κάποιου (μτφ.): εκτιμάται περισσότερο, αποκτά κύρος, υπόληψη: Με την εργατικότητα και την τιμιότητά του ανέβηκε ~ της τοπικής κοινωνίας. Βλ. ανεβάζω. ΑΝΤ. έπεσε στα μάτια (κάποιου) (1), μου ανεβαίνει κάποιος στο σβέρκο (μτφ.): με εξουσιάζει, με καταδυναστεύει: Οι δικτάτορες είχαν ανέβει ~ του λαού., μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι/η πίεση (προφ.-μτφ.): εξοργίζομαι, είμαι εκτός εαυτού: Ήταν τέτοια η ταπείνωση, που μου ανέβηκε ~. Του ανέβηκε η πίεση με όσα είδε κι άκουσε (: έγινε μπαρούτι/πύραυλος). Πβ. τα παίρνω (στο κρανίο/στην κράνα). [< γαλλ. sang qui monte à la tête ] , ανεβαίνει το θερμόμετρο/ο πυρετός βλ. θερμόμετρο, ανεβαίνει/εκτινάσσεται/εκτοξεύεται η αδρεναλίνη (κάποιου) (στα ύψη) βλ. αδρεναλίνη, ανεβαίνουν οι τόνοι/ανεβάζω τους τόνους βλ. τόνος1, ανεβαίνουν/πέφτουν οι μετοχές κάποιου βλ. μετοχή, ανεβαίνω στο ρινγκ βλ. ρινγκ, ανεβαίνω τα σκαλιά της εκκλησίας βλ. εκκλησία, ανέβηκε/βγήκε στο πάλκο βλ. πάλκο, βοήθα με να σε βοηθώ ν' ανεβούμε (σ)το βουνό βλ. βοηθώ, δώσε θάρρος στον/του χωριάτη, να σ' ανέβει/και θ' ανέβει στο κρεβάτι βλ. χωριάτης, χωριάτισσα, υψηλοί τόνοι βλ. τόνος1 [< μεσν. ανεβαίνω]

βάφω

βάφω βά-φω ρ. (μτβ.) {έβα-ψα, βά-φτηκα, -φτεί (λόγ.) -φεί, βαμμένος, βάφ-οντας} 1. καλύπτω κάτι με χρώμα: ~ με βούρτσα/πινέλο/ρολό/σπρέι (βλ. γκράφιτι). ~ τον τοίχο. ~ τα παπούτσια με βερνίκι. ~ψαν τα σκουριασμένα κάγκελα. Νήματα/υφάσματα που ~ονται με φυτικές βαφές. Το δωμάτιο ~φτηκε άσπρο. Πβ. μπογιατίζω, χρωματίζω.|| (ΛΑΟΓΡ.) ~ κόκκινα τα αβγά (: το Πάσχα).|| (μτφ.) Ο ήλιος ~ει πορτοκαλί τα σπίτια. Το νερό έχει ~φτεί (: έχει πάρει απόχρωση) καφέ από το χώμα. ΑΝΤ. ξεβάφω 2. (συνήθ. για γυναίκα) βάζω καλλυντικά που περιέχουν χρωστικές ουσίες (π.χ. σκιές, μολύβι, μάσκαρα, κραγιόν, μανό) για καλλωπισμό: ~ τα μαλλιά/νύχια/χείλια μου κόκκινα. ~εται έντονα. Πβ. μακιγιάρω, φτιασιδώνω. 3. ΜΕΤΑΛΛ. ψύχω μέταλλο που έχει θερμανθεί με σκοπό την αύξηση της ανθεκτικότητάς του. ● βάφει: (δια)ποτίζει με χρώμα: Το κρασί/ρόδι ~ (: αφήνει λεκέ). Τα ρούχα ~ψαν στο πλυντήριο (: για λευκά που πλύθηκαν μαζί με κάποιο χρωματιστό και άλλαξαν χρώμα). ● ΦΡ.: βάφτηκε με/στο αίμα: για μεγάλη αιματοχυσία: Η άσφαλτος/διαδήλωση/έξοδος των εκδρομέων ~ ~., έβαψε/έχει βάψει τα χέρια του με/στο αίμα (μτφ.): διέπραξε φόνο, έγκλημα: ~ ~ αθώων. Πβ. βουτηγμένος στο αίμα. ΣΥΝ. τα χέρια του στάζουν αίμα, την έβαψα(/την έχω βάψει/βαμμένη) (μτφ.-οικ.): περιέρχομαι σε δεινή θέση: Ελπίζω να μη μας ανακαλύψει, γιατί διαφορετικά την έχουμε βάψει (: έχουμε μπλέξει, την έχουμε άσχημα)! (απειλητ.) Μη πεις κουβέντα, γιατί την έβαψες (: κάηκες, χάθηκες, σε σκότωσα, αλίμονό σου)! ΣΥΝ. την έκανα από κούπες, με πορδές δεν βάφονται αβγά βλ. πορδή, τα βάφω μαύρα βλ. μαύρος ● βλ. βαμμένος [< μεσν. βάφω, γαλλ. peindre]

γράφω

γράφω γρά-φω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {έγρα-ψα, γρά-φ(τ)ηκα (λόγ. εγράφ-η, -ησαν, μτχ. πληθ. ουδ. γραφ-έντα), γρα-φ(τ)εί, -μμένος, γράφ-οντας, -όμενος} 1. σχηματίζω σύμβολα γραφής (γράμματα, αριθμούς, νότες): ~ αργά/γρήγορα/ευανάγνωστα/καθαρά (βλ. καθαρο~)/καλλιγραφικά/ορθογραφημένα (ΑΝΤ. ανορθόγραφα). ~ στον (ηλεκτρονικό) υπολογιστή/στον πίνακα/στο τετράδιο/σε χαρτί. ~ με κιμωλία/μολύβι/σπρέι (βλ. γκράφιτι). ~ με το χέρι. ~ ολογράφως και αριθμητικά. ~ καθ' υπαγόρευση. ~ τη διεύθυνσή μου/το όνομά μου/το τηλέφωνό μου/μια φράση (= σημειώνω). ~ καμπύλη/κύκλο (= σχεδιάζω). Να ~φτεί αλγόριθμος/συνάρτηση. Μαθαίνει να ~ει. Δεν ξέρει να ~ει και να διαβάζει (βλ. αγράμματος, αναλφάβητος). Διαγράφω/σβήνω αυτό που ~ψα. Γράψε ό,τι σου πω. Το στιλό δεν ~ει (= τελείωσε το μελάνι). Το κείμενο έχει ~φτεί με κεφαλαία/μεγάλα/μικρά/πλάγια γράμματα. Πώς ~εται αυτή η λέξη; (βλ. ορθογραφώ). Στους κωδικούς ... θα ~φεί το σύνολο των εξόδων (= καταχωρηθεί). Ο μετρητής ~ει τη ροή του πετρελαίου (πβ. κατα~). Βλ. αντι~, ξανα~, προ~.|| Δεν μπορώ να διαβάσω τι ~ει (= αναγράφεται) στον πίνακα. 2. συντάσσω κείμενο, παράγω συγγραφικό ή μουσικό έργο και ειδικότ. διατυπώνω γραπτώς την άποψή μου: ~ αναφορά/γράμμα/δοκίμιο/επιφυλλίδα/θεατρικό έργο/κριτική/λίβελο (= λιβελογραφώ)/μελέτη/μήνυμα/ποίημα/στίχους. ~ει άσχημα/γλαφυρά/εύκολα/καλά/κατανοητά/όμορφα/παραστατικά. ~ει τη βιογραφία του. ~ σενάριο για την τηλεόραση. ~ για ποικίλα θέματα/το πλατύ κοινό. Είναι γνωστό ότι ~ει (= συγγράφει). ~ει σε έντυπα/εφημερίδες/περιοδικά (= αρθρογραφεί, δημοσιογραφεί). Της ~ψε να μην έρθει. Το ~ψε για πρώτη φορά (= το πρωτόγραψε). Του ~ψα πολλές φορές (βλ. αλληλογραφώ). Το βιβλίο ~φτηκε βιαστικά και πρόχειρα. (σε επιστολή) Σου ~ δυο γραμμές/λόγια. Εγχειρίδιο ~μμένο για ειδικούς/μαθητές. Κείμενο ~μμένο στα Αγγλικά. Μη ~εις υπερβολές (: μην υπερβάλλεις). Τι συμπεραίνετε από τα ~έντα/~όμενα;|| Τι ~ει ο ξένος Τύπος; (= αναφέρει, σχολιάζει). Οι εφημερίδες ~ψαν αρνητικά σχόλια (= δημοσίευσαν).|| Πώς ~ψες στις εξετάσεις; (: πώς τα πήγες;). Τον ~ψε ο τροχονόμος (: του έδωσε κλήση). Ο γιατρός του ~ψε αντιβίωση (πβ. συνταγογραφώ).|| ~ μουσική/μια συμφωνία/τραγούδια. Έργο ~μμένο για βιολί και τσέλο/φωνή και ορχήστρα.|| Ο συγγραφέας ~ει ότι ... (= υποστηρίζει). 3. μεταφέρω, αποθηκεύω πληροφορίες, δεδομένα σε ηλεκτρονική συσκευή (με σκοπό την αναπαραγωγή τους), κάνω εγγραφή: ~ εφαρμογές για το ίντερνετ/σε αρχείο. ~ την ταινία στο βίντεο/ντιβιντί. ~ψα το τραγούδι στο μαγνητόφωνο/σε σιντί. Πρόγραμμα ~μμένο σε συμβολική γλώσσα. 4. καταχωρώ τα στοιχεία κάποιου σε μητρώο, κατάλογο, λίστα, εγγράφω: ~ το παιδί στο σχολείο/φροντιστήριο/ωδείο. Έχω ~φτεί σε φόρουμ. Είναι ~μμένος στο δημοτολόγιο/στον εκλογικό κατάλογο/στο κόμμα/στα μητρώα αρρένων/στη σχολή/στο σωματείο. Βλ. ανα~, απο~, μετα~, παρα~, προσ~. ΑΝΤ. διαγράφω (2), ξεγράφω (2) 5. παρέχω με διαθήκη περιουσιακό στοιχείο σε κάποιον: Της ~ψε το οικόπεδο/σπίτι (: της το άφησε/μεταβίβασε). ΣΥΝ. κληροδοτώ (1) ● Μτχ.: γραμμένος , η, ο (προφ.) 1. που έχει προκαθοριστεί, προδιαγεγραμμένος: Ήταν ~ο να ... (: ήταν γραφτό, μοιραίο). 2. που έχει όμορφο σχήμα, καλοσχηματισμένος: ~α: μάτια/φρύδια. ● ΦΡ.: (στο καλό) και να μας γράφεις! (ειρων.): δήλωση αδιαφορίας για την αποχώρηση κάποιου: Αρκετά σ' ανέχτηκα, άντε γεια, ~ ~., γράφω (κάποιον/κάτι) στα παλιά μου τα παπούτσια/(λόγ.) στα παλαιότερα των υποδημάτων μου & εκεί που δεν πιάνει μελάνι/(παρωχ.) στα παλιά μου τα τεφτέρια (προφ.): δείχνω χαρακτηριστική αδιαφορία, περιφρόνηση, υποτιμώ. , γράφω κάτι στο γόνατο/στο πόδι (μτφ.): συντάσσω κείμενο βιαστικά και πρόχειρα: Η εργασία σου είναι γραμμένη ~., έγραψε (κάτι) με το αίμα του (μτφ.): θυσιάστηκε για κάποιον ιερό, σημαντικό σκοπό: Έγραψαν με το αίμα τους μερικές από τις λαμπρότερες σελίδες της Ιστορίας του έθνους., έγραψε! (ως επιφών.-αργκό): για να δηλωθεί έντονη επιδοκιμασία, πολύ ευχάριστη έκπληξη, θαυμασμός: Τι ατάκα ήταν αυτή, ~!, ό,τι γράφει δεν ξεγράφει: για δήλωση του αναπότρεπτου της μοίρας (για το μέλλον) ή της αδυναμίας επανόρθωσης (για το παρελθόν): Αν είναι να σου τύχει, θα σου τύχει κι ~ ~. Δεν μπορείς να γυρίσεις τον χρόνο πίσω: ~ ~., τον γράφω/τον έχω γραμμένο (προφ.): δεν του δίνω καμιά απολύτως σημασία: Με ~ει κανονικά. Ας λέει ό,τι θέλει, τον έχω γραμμένο!, (γράφω κάποιον/κάτι) στα μαύρα κατάστιχα βλ. κατάστιχο, (γράφω κάτι/κάτι γράφεται) με χρυσά γράμματα (στην ιστορία) βλ. γράμμα, αν/άμα ..., (εμένα) σφύρα μου/να μου σφυρίξεις (κλέφτικα)/γράψε μου/να μου γράψεις! βλ. σφυρίζω, γράφει/έγραψε/θα γράψει ιστορία βλ. ιστορία, γράφεται στο χιόνι βλ. χιόνι, γράφω (κάποιον/κάτι) στ' αρχίδια μου/στα παπάρια μου βλ. αρχίδι, γράψε σβήσε/σβήσε γράψε βλ. σβήνω, γράψε/γράψτε λάθος βλ. λάθος, πού το βρήκες γραμμένο; βλ. βρίσκω ● βλ. γραμμένο [< 1,2,4: αρχ. γράφω 3: αγγλ. record, γαλλ. enregistrer 5: μεσν. σημ.]

-ηρός

-ηρός, ή, ό (λόγ.): επίθημα για την εμφατική δήλωση γνωρίσματος: αιματ~/αιχμ~/ανθ~/δαπαν~/ζω~/μελετ~/μοχθ~/νοσ~/οκν~/ολισθ~/σιωπ~/τολμ~. Πβ. -αρός, -ερός.

-ίτης2

-ίτης2: επίθημα για την απόδοση ξένων όρων, ιδ. ορυκτών: βωξ~/γραν~/γραφ~/δολομ~/λιγν~.

κυκλοφορία

κυκλοφορία κυ-κλο-φο-ρί-α ουσ. (θηλ.) 1. μετακίνηση ανθρώπων και οχημάτων: απρόσκοπτη/αυξημένη/διαμπερής/θαλάσσια/οδική/ομαλή ~. Απαγόρευση/αποσυμφόρηση/έλεγχος/περιορισμός/η ροή της ~ας. ~ αεροπλάνων/αυτοκινήτων/πεζών/πλοίων/σκαφών. Άδεια/τέλη ~ας. Εκ περιτροπής ~ (πβ. δακτύλιος). Προβλήματα στην ~. Κατεύθυνση/λωρίδες ~ας. Αποκαταστάθηκε/διεκόπη/παρακωλύεται η ~. Η ~ ρυθμίζεται από τροχονόμο/με φωτεινούς σηματοδότες. Ο δρόμος θα δοθεί στην ~ (: θα επιτραπεί η ~). Πβ. κίνηση. Βλ. κυκλοφοριακό, μποτιλιάρισμα. 2. διάθεση αγαθών, προϊόντων στην αγορά· (συνεκδ. κυρ. στον πληθ.) προϊόν που διατίθεται προς πώληση: Τα τραπεζογραμμάτια ευρώ βρίσκονται σε ~ (= κυκλοφορούν) από την 1η Ιανουαρίου 2002. Αποσύρθηκαν από την ~ ... χιλιάδες πλαστά χαρτονομίσματα. (ΟΙΚΟΝ.) Νομίσματα με νόμιμη ~. Ετήσια/μέση/μηνιαία ~ ενός περιοδικού (: ο αριθμός των τευχών που αγοράστηκαν). Έντυπη/ηλεκτρονική ~ (= έκδοση) ενός βιβλίου. Η επίσημη ~ του ντιβιντί. Το πρώτο σε ~ (= πωλήσεις) μοντέλο αυτοκινήτου. Εφημερίδα ευρείας ~ας.|| Ελληνικές/ξένες/τελευταίες μουσικές ~ες (: σιντί). Νέα/συλλεκτική ~ από τις εκδόσεις ... (: έντυπο, βιβλίο). 3. (κατ' επέκτ.) διάδοση: ελεύθερη ~ της γνώσης/των δεδομένων/ιδεών/πληροφοριών. Βλ. απόκρυψη. 4. ροή, κίνηση υγρών ή αερίων: υπόγεια ~ των υδάτων. Καλή ~ του αέρα (πβ. αερισμός). Βλ. ανα~.|| (ΒΙΟΛ.-ΙΑΤΡ.) Αγγειακή/αρτηριακή/φλεβική ~. (στα φυτά) ~ των χυμών. Βλ. μικρο~, -φορία. ● ΣΥΜΠΛ.: ελεύθερη κυκλοφορία: ανεμπόδιστη διακίνηση: ~ ~ εμπορευμάτων/εργαζομένων/κεφαλαίων/προϊόντων/προσώπων/υπηρεσιών. Κάρτα ~ης ~ας., κυκλοφορία της ατμόσφαιρας & ατμοσφαιρική κυκλοφορία: ΜΕΤΕΩΡ. οι κινήσεις μεγάλων αέριων μαζών στην ατμόσφαιρα. Βλ. υψηλό/χαμηλό βαρομετρικό. [< γαλλ. circulation de l'atmosphère] , κυκλοφορία του αίματος & (σπάν.) αιματική κυκλοφορία: ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. η συνεχής κίνηση του αίματος από την καρδιά, μέσω των αρτηριών, στα διάφορα όργανα και η επιστροφή του σε αυτήν διαμέσου των φλεβών: μεγάλη ή γενική (: από και προς όλο τον οργανισμό)/μικρή ή πνευμονική (: από και προς τους πνεύμονες) ~ ~. Πβ. κυκλοφορικό σύστημα. Βλ. εμβολή, θρόμβωση, ντόπλερ. [< γαλλ. la circulation du sang/sanguine] , ανάσχεση της κυκλοφορίας βλ. ανάσχεση, αριθμός κυκλοφορίας βλ. αριθμός, ελεγκτής εναέριας κυκλοφορίας βλ. ελεγκτής, εναέρια κυκλοφορία βλ. εναέριος, εξωσωματική κυκλοφορία βλ. εξωσωματικός, κάμερες διαχείρισης (της) κυκλοφορίας βλ. κάμερα, Κώδικας Οδικής Κυκλοφορίας βλ. κώδικας, οδός/δρόμος ταχείας κυκλοφορίας βλ. οδός, παράπλευρη κυκλοφορία βλ. παράπλευρος, πινακίδες κυκλοφορίας βλ. πινακίδα ● ΦΡ.: θέτω σε κυκλοφορία: προωθώ στην αγορά, ξεκινώ να πουλώ: Η εταιρεία έθεσε ~ ~ το νέο μοντέλο. Τα εισιτήρια του αγώνα έχουν ήδη τεθεί ~ ~. [< γαλλ. m ettre en circulation] [< αρχ. κυκλοφορία 'κυκλική κίνηση', γαλλ. circulation]

-λογία

-λογία επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που αναφέρεται σε 1. επιστημονικό κλάδο ή τομέα: βιο~/γλωσσο~/επιστημο~/θεο~/κοινωνιο~/ορυκτο~/παθο~/πετρο~/φιλο~/ψυχο~. Βλ. -ικός. 2. λόγο, λόγια: ακριβο~/αντι~/απο~/δικαιο~/ηθικο~.|| (αρνητ. συνυποδ.) Αερο~/εκλογο~/καταστροφο~/κενο~/πολυ~. Αισχρο~ (βλ. -λόγος)/δαιμονο~/κινδυνο~.|| (ομιλία) Δευτερο~. 3. σύνολο συγκεντρωμένων στοιχείων, αρχών, κανόνων: (περιληπτ.) θεματο~ (πβ. -γραφία). Νομο~.|| (συλλογή) Aνθο~ (βλ. -λόγιο).|| Δεοντο~/μεθοδο~. 4. προσδιορισμό, καθορισμό ή στο αποτέλεσμά τους: βαθμο~ (πβ. βαθμολόγηση)/δοσο~/χρονο~. Βλ. -λογώ.

-λόγος

-λόγος επίθημα αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών με αναφορά σε 1. ειδικό επιστήμονα ή επαγγελματία: (o/η) αρχαιο~/αστικο~/βιο~/θεο~/παθο~. Εκλογο~.|| Ηλεκτρο~. Βλ. -γράφος. 2. πρόσωπο που συνηθίζει να τοποθετείται ή να εκφράζεται με συγκεκριμένο τρόπο: (αρνητ. συνυποδ.) καταστροφο~/κινδυνο~.|| Ευφυο~. Καυχησιο~/λασπο~/χυδαιο~. 3. (σπάν.) άτομο που συλλέγει ό,τι δηλώνει η πρωτότυπη λέξη: ανθο~/σταχυο~. 4. (σπανιότ.-μόνο στο αρσ.) εργαλείο: βιδο~.

-ουριά

-ουριά (λαϊκό): επίθημα θηλυκών ουσιαστικών με μεγεθυντική, συνήθ. μειωτική, ή περιληπτική σημασία: λασπ~.|| Κλεφτ~.

ρέζους

ρέζους ρέ-ζους ουσ. (ουδ.) {άκλ.} & παράγοντας ρέζους: ΙΑΤΡ. αντιγόνο των ερυθρών αιμοσφαιρίων (σύμβ. Rh) που υπάρχει στο 85% του ανθρώπινου πληθυσμού: αρνητικό/θετικό ~. Βλ. ομάδα αίματος, ρήσος. [< αγγλ. rhesus (monkey), 1941 < Ῥῆσος, γαλλ. rhésus, 1945 ]

ρουφώ

ρουφώ [ρουφῶ] ρου-φώ ρ. (μτβ.) {ρουφ-ά κ. -άει ... | ρούφ-ηξα, -ιέται, -ήχτηκε, -ηγμένος, -ώντας} & ρουφάω 1. καταπίνω μικρή ποσότητα υγρού, εισπνέοντας βαθιά και κλείνοντας ελαφρά τα χείλη: ~άει τη σούπα της. ~ηξε μια γουλιά καφέ/τον χυμό (με το καλαμάκι). Το μωρό ~ούσε το γάλα λαίμαργα. Πβ. πίνω.|| (κατ' επέκτ.) Οι μέλισσες ~ούν το νέκταρ των λουλουδιών. Πβ. απομυζώ. 2. εισπνέω· ειδικότ. πιέζω, τραβώ προς τα μέσα: ~ηξε τον (καθαρό) αέρα/τον καπνό/μια τζούρα. ~ηξε τη μύτη του.|| ~ την κοιλιά μου. ~ηγμένα: μάγουλα (: πολύ αδυνατισμένα). 3. (μτφ.-προφ.) αφοσιώνομαι ολοκληρωτικά σε κάτι που ακούω ή διαβάζω: Τα παιδιά ~ούσαν κάθε λέξη μας. Το μυθιστόρημά του με συνεπήρε, το ~ηξα. Βλ. αφομοιώνω. 4. (μτφ.) εξαντλώ κάποιον σωματικά ή ψυχολογικά: Έχει ~ήξει όλη μου τη δύναμη/την ενέργεια/τη ζωντάνια. Πβ. καταπονώ, ξεζουμίζω. 5. (μτφ.-προφ.) κλέβω: ~ηξαν τα λεφτά. Πβ. καταχρώμαι, υπεξαιρώ. 6. (αργκό ποδοσφαίρου) δέχομαι γκολ. Πβ. τρώω.ρουφά & ρουφάει (μτφ.): απορροφά: Η ηλεκτρική σκούπα ~ τη σκόνη. Το χώμα ~ηξε τη βροχή. (ΜΑΓΕΙΡ.) Αφήνουμε το ρύζι να ~ήξει το ζουμί.|| (λογοτ.) Τους ~ηξε η θάλασσα (: τους τράβηξε στον βυθό, πνίγηκαν). ● ΦΡ.: ρούφα τ' αβγό σου (αργκό-μειωτ.): μη μιλάς, μην επεμβαίνεις. Πβ. κάθομαι στ' αβγά μου., ρουφάει/πίνει το αίμα/το μεδούλι κάποιου & τρώει το μεδούλι κάποιου (μτφ.-προφ.): τον εκμεταλλεύεται στυγνά., πίνει/ρουφάει/τραβάει σαν σφουγγάρι βλ. σφουγγάρι, τρώω/καταβροχθίζω/ρουφάω ένα βιβλίο βλ. βιβλίο [< μεσν. ρουφώ]

στάζω

στάζω στά-ζω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {έστα-ξα, στά-ξει, στάζ-οντας} 1. (για κάτι που) αφήνει υγρό να πέφτει σε σταγόνες, παρουσιάζει διαρροή ή (για υγρό, ρευστό που) χύνεται σιγά σιγά, διαρρέει: Η βαλβίδα/η βρύση/το καζανάκι ~ει. Όποτε βρέχει, τα κεραμίδια ~ουν. Τα απλωμένα ρούχα ~ουν στο μπαλκόνι. Κερί που δεν ~ει. Η μύτη σου ~ει, συναχώθηκες. Το δάχτυλό μου ~ει αίμα.|| (ως υπερβολή) ~ζε ιδρώτα/ολόκληρη (: ήταν μούσκεμα).|| ~ει η μαστίχα/το ρετσίνι. Η πάχνη ~ει απ' τα φύλλα. Πρόσεξε μη ~ξει καφές στον καναπέ/στην μπλούζα! Ούτε ένα δάκρυ δεν ~ξε από τα μάτια της. Χωρίς να ~ξει σταγόνα αίμα.|| (μτφ.) Όλο το κείμενο ~ει ωμή ειρωνεία. 2. (προφ.) ρίχνω ελάχιστο υγρό: Στάξε μου μια στάλα κρασί στο ποτήρι.|| (μτφ.) Στάξε μου φαρμάκι, αφού το θέλεις (= πίκρανέ με). 3. (αργκό) πληρώνω πολλά χρήματα για κάποιον σκοπό: Τα ~ει κάθε μήνα στον σπιτονοικοκύρη. Για να εξυπηρετηθεί κάποιος, πρέπει να τα ~ξει χοντρά. Πόσα ~ξες; ΣΥΝ. τα σκάω. ● ΦΡ.: (η γλώσσα/το στόμα του) στάζει/έχει μέλι (μτφ.): είναι γλυκομίλητος ή εκφράζεται πολύ θετικά, κολακευτικά για κάποιον: Σίγουρα του αρέσεις, μιλάει για σένα και ~ ~. Τι όμορφα που μιλάει! Μα μέλι έχει η γλώσσα του;, (η γλώσσα/το στόμα του) στάζει/έχει φαρμάκι/δηλητήριο/κακία/χολή (μτφ.): είναι κακοπροαίρετος και πικρόχολος, εκφράζεται πολύ αρνητικά για κάποιον: Η πένα του στάζει φαρμάκι (: είναι δηκτικός). Στάζει χολή για ..., μη βρέξει και μη στάξει/μη στάξει και μη βρέξει: για υπερβολική φροντίδα προς κάποιον: Την έχουν ~ ~ (= στα όπα όπα)., τα χέρια του στάζουν αίμα (μτφ.): έχει κάνει ή είναι υπεύθυνος για πολλούς φόνους. ΣΥΝ. έβαψε/έχει βάψει τα χέρια του με/στο αίμα [< αρχ. στάζω]

υπογράφω

υπογράφω [ὑπογράφω] υ-πο-γρά-φω ρ. (μτβ.) {υπέγρα-ψα (προφ.) υπόγρα-ψα, υπογρά-ψει, υπογρά-φηκε (προφ.) -φτηκε (λόγ. υπεγράφ-η, -ησαν, μτχ. υπογραφ-είς, -είσα, -έν), -φεί (προφ.) -φτεί, υπογράφ-οντας, -όμενος, υπογρα-μμένος (συχνότ. λόγ.) υπογεγραμμένος} 1. βάζω υπογραφή: ~ την αίτηση/τη δήλωση/το έγγραφο/την επιταγή. Η γιαγιά μου είναι αγράμματη και ~ει με σταυρό. Ο πίνακας είναι υπογεγραμμένος από τον καλλιτέχνη. (προστ.) Υπόγραψε (εσφαλμ.: υπέγραψε) εδώ.|| (επίσ.) Ο ~όμενος ... δηλώνω υπεύθυνα ότι ...|| Ο συγγραφέας ~ει τα βιβλία του με το πραγματικό του όνομα/με ψευδώνυμο.|| Το άρθρο/την επιστολή/το κείμενο ~ει γνωστός δημοσιογράφος. Πβ. συντάσσω.|| Θα μετανιώσει για τη συμπεριφορά του, αυτό σ(ου) το ~ (: σε διαβεβαιώνω). 2. (κατ' επέκτ.) αποδέχομαι επίσημα, εγκρίνω ή επικυρώνω την ισχύ συμφωνίας με την υπογραφή μου: Τα δύο συμβαλλόμενα μέρη ~ψαν συμφωνητικό/συνεργασία. Η εταιρεία ~ψε σύμβαση για την κατασκευή του έργου. Ο διεθνής άσος ~ψε (συμβόλαιο) με την/στην ομάδα μας.|| ~ψε την απόφαση (του συμβουλίου)/τη διαμαρτυρία. Βλ. προσ~, συν~.|| Οι δύο χώρες ~ψαν ανακωχή/εκεχειρία. Η κυβέρνηση ~ψε το πρωτόκολλο/τη συνθήκη ...|| (ειρων.-εμφατ.) ~ψε φαρδιά πλατιά την πρόταση για αύξηση του ωραρίου. ● ΦΡ.: υπογράφω και με τα δυο χέρια & υπογράφω με χέρια και με πόδια (προφ.-εμφατ.): υπογράφω χωρίς ενδοιασμούς· κατ' επέκτ. συμφωνώ ανεπιφύλακτα., υπογράφω με το αίμα μου: πεθαίνω για έναν σκοπό, μια αξία: Οι πρώτοι Χριστιανοί υπέγραψαν με το αίμα τους τη διακήρυξη της πίστης τους.|| (μτφ.) Αυτό που θα σου πω το υπογράφω με αίμα (: είμαι απόλυτα βέβαιος)., υπογράφω τη θανατική μου καταδίκη/την καταδίκη μου: προκαλώ τη δολοφονία μου, συνήθ. επειδή βλάπτω τα παράνομα συμφέροντα άλλων· κυρ. κατ' επέκτ. ζημιώνω σε μεγάλο βαθμό τον εαυτό μου ή κάποιον άλλον λόγω λανθασμένης ενέργειας ή απόφασής μου: Ο αυτόπτης μάρτυρας του φόνου υπέγραψε άθελά του τη θανατική του καταδίκη.|| (μτφ.) Μετά την τελευταία ήττα της η ομάδα υπέγραψε την καταδίκη της. [< αρχ. ὑπογράφω, γαλλ. souscrire, signer]

χύνω

χύνω χύ-νω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {έχυ-σα, χύ-σει, -θηκε, -θεί, χύν-οντας, -όμενος, χυ-μένος} 1. ρίχνω υγρό, ρευστό ή κοκκώδες στερεό προς τα κάτω: Πρόσεξε μη χύσεις το γάλα/ποτό σου. (σε συνταγές:) Χύστε το σιρόπι στην κατσαρόλα (πβ. αδειάζω). Απόβλητα/λύματα που ~ονται στη θάλασσα (= αποβάλλονται, πετιούνται). Η λάβα χυνόταν από τον κρατήρα του ηφαιστείου (= ξεπηδούσε). Το λιωμένο μέταλλο θα χυθεί σε καλούπια (: για να ψυχθεί και να πάρει το σχήμα τους, βλ. χύτευση). Λάδια χυμένα στο οδόστρωμα. Άγαλμα χυμένο σε χαλκό. Πβ. εκχέω.|| Έχυσε το αλάτι/τη ζάχαρη. Χυμένο: αλεύρι. Πβ. διασκορπίζω. 2. (προφ.) εκσπερματώνω· (για γυναίκα) αποβάλλω κολπικά υγρά κατά την κορύφωση της ερωτικής πράξης. Πβ. τελειώνω. Βλ. οργασμός. ● Παθ.: χύνεται 1. εκβάλλει: Ο ποταμός ~ στη θάλασσα/στη λίμνη. Πβ. εκρέει. 2. (μτφ.) εισβάλλει ορμητικά, απλώνεται: Το φως ~ από το παράθυρο. Τα μαλλιά της χύθηκαν στον ώμο του., χύνομαι 1. κινούμαι με ορμή, κυρ. λόγω έντονων συναισθημάτων ή κούρασης: Χύθηκε στην αγκαλιά του (: έπεσε, έτρεξε, ρίχτηκε). Χύθηκε πάνω του να τον σκοτώσει (: όρμησε, χίμηξε, του επιτέθηκε).|| Χύθηκε στον καναπέ/στην πολυθρόνα (: σωριάστηκε). 2. (μτφ., για ανθρώπους) ξεχύνομαι με ενθουσιασμό: Ο κόσμος/το πλήθος χύθηκε έξω/στους δρόμους. ● ΦΡ.: έχει χυθεί/χύθηκε πολύ μελάνι/πολλή μελάνη & έχουν χυθεί/χύθηκαν τόνοι μελάνης/μελάνι/μελανιού: έχουν γραφτεί πολλά: ~ ~ για τα αίτια του θανάτου της. Βλ. γίνεται (μεγάλος/πολύς) ντόρος., χύνω αίμα/ιδρώτα: κοπιάζω πολύ, μοχθώ, για να επιτύχω κάτι., χύνω δάκρυα: κλαίω: Έχυσαν ποταμούς δακρύων/χύθηκαν πολλά δάκρυα (: έκλαψαν πολύ). Έχυσε ~ μετάνοιας/χαράς. Έχυσε πικρά ~ (: μετάνιωσε πικρά). Δεν έχυσε ούτε ένα δάκρυ., δίνω/χύνω το αίμα μου (για κάποιον/κάτι) βλ. αίμα, κλαίω με μαύρο δάκρυ βλ. δάκρυ, ρίχνω χολή/δηλητήριο/φαρμάκι βλ. ρίχνω, ρίχνω/χύνεται/πέφτει άπλετο φως βλ. άπλετος, χύνει/κλοτσά την καρδάρα με το γάλα βλ. καρδάρα, χύνεται (άφθονο/πολύ) αίμα (/χύνονται ποτάμια/ποταμοί αίματος)/τρέχει (ποτάμι το) αίμα βλ. αίμα [< 1: μτγν. χύνω]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.