Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 8 εγγραφές  [0-8]


  • αβάς [ἀβᾶς] α-βάς ουσ. (αρσ.) {αβ-άδες, αβ-άδων} ΕΚΚΛΗΣ. 1. ηγούμενος ρωμαιοκαθολικού μοναστηριού και γενικότ. ιερέας της ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. 2. επίσκοπος της κοπτικής, της αιθιοπικής και της συριακής Εκκλησίας. [< μτγν. ἀββᾶς]
  • αβασάνιστος , η, ο [ἀβασάνιστος] α-βα-σά-νι-στος επίθ. 1. (μτφ.) που γίνεται χωρίς κόπο, προσοχή, κρίση, φροντίδα ή μελέτη: ~ος: λόγος (πβ. άκριτος)/προγραμματισμός/χαρακτηρισμός. ~η: αποδοχή/απόρριψη/γνώμη/επιλογή/κριτική/προσέγγιση (πβ. επι-δερμική, -φανειακή). ~ο: πόρισμα/συμπέρασμα. Βιαστική και ~η λύση. Προϊόν επιπόλαιης και ~ης σκέψης. Εύκολο και ~ο (: χωρίς κόπο) κέρδος. Πρόχειροι και ~οι ισχυρισμοί. ΣΥΝ. απαίδευτος (2) 2. (σπάν.) που δεν έχει υποστεί βασανιστήρια, βάσανα και γενικότ. ταλαιπωρίες. ΑΝΤ. βασανισμένος. ● επίρρ.: αβασάνιστα [< 1: αρχ. ἀβασάνιστος 2: μτγν.]
  • αβασίλευτος , η, ο [ἀβασίλευτος] α-βα-σί-λευ-τος επίθ. 1. (για πολίτευμα) στο οποίο η πολιτική εξουσία δεν ασκείται από βασιλιά, δεν είναι μοναρχικού τύπου. 2. (σπάν.-λαϊκό) που δεν έχει δύσει ή δεν δύει: ~ος: ήλιος. ~ο: αστέρι/φεγγάρι.|| (κατ' επέκτ.) ~ο: φως. 3. (μτφ.-σπάν.) σταθερός, αμετάβλητος: ~η: δόξα (πβ. αιώνια). ● ΣΥΜΠΛ.: αβασίλευτη δημοκρατία βλ. δημοκρατία [< 1: αρχ. ἀβασίλευτος]
  • αβάσιμος , η, ο [ἀβάσιμος] α-βά-σι-μος επίθ. (λόγ.): που δεν στηρίζεται σε αντικειμενικώς εξακριβώσιμα στοιχεία: ~ος: ισχυρισμός/φόβος (ΣΥΝ. αστήρικτος, ανυπόστατος). ~η: αισιοδοξία/αξίωση/κατηγορία. ~ο: επιχείρημα/συμπέρασμα (ΣΥΝ. ατεκμηρίωτο, ΑΝΤ. τεκμηριωμένο). ~ες: υποψίες/φήμες. ~α: δημοσιεύματα. Νομικώς/παντελώς/πλήρως ~η άποψη. ΑΝΤ. βάσιμος ● Ουσ.: αβάσιμο (το): το να μην στηρίζεται κάτι σε πραγματικά γεγονότα: το ~ της απόφασης/των καταγγελιών. ΣΥΝ. αβασιμότητα ΑΝΤ. βάσιμο ● επίρρ.: αβάσιμα [< γερμ. unbegründet]
  • αβασιμότητα [ἀβασιμότητα] α-βα-σι-μό-τη-τα ουσ. (θηλ.): η ιδιότητα του αβάσιμου, έλλειψη αποδεικτικών στοιχείων: ~ απόψεων/της υπόθεσης. Εξακρίβωση της ~ας των πληροφοριών. Βλ. -ότητα. ΣΥΝ. αβάσιμο ΑΝΤ. βασιμότητα
  • αβασκαίνω βλ. βασκαίνω
  • αβασκανία βλ. βασκανία
  • αβάσταχτος , η, ο [ἀβάσταχτος] α-βά-στα-χτος επίθ. & αβάστακτος & (λαϊκό) αβάσταγος 1. που δεν μπορεί κάποιος να τον σηκώσει ή κατ' επέκτ. να τον αντέξει, να τον υπομείνει: ~ο: βάρος/φορτίο (ΣΥΝ. ασήκωτο).|| (μτφ.) ~ος: αποχωρισμός/ο ζυγός της δουλείας/καημός/πόνος (= ανυπόφορος, αφόρητος, δυσβάσταχτος). ~η: αδικία/ακρίβεια/αλήθεια/δυστυχία/ζέστη/ζωή/θλίψη/καθημερινότητα/λύπη/μελαγχολία/μοναξιά. ~ο: μαρτύριο/τίμημα (= βαρύ). ~οι: φόροι (= επαχθείς). ~ες: υποχρεώσεις. ~α: προβλήματα/χρέη. Σε ~ο βαθμό. Είναι ~ο να είσαι μακριά μου. 2. (μτφ.) για κάτι που δεν μπορεί κανείς να το συγκρατήσει, να το ελέγξει: ~ος: έρωτας (πβ. παράφορος). ~η: οργή. ~ο: μίσος/πάθος. ~α: γέλια. Πβ. ασυγκράτητος. ● επίρρ.: αβάσταχτα & αβάστακτα [< μτγν. ἀβάστακτος]

βασκαίνω

βασκαίνω βα-σκαί-νω ρ. (μτβ.) {βάσκα-να, -θώ} (λαϊκό) & (σπάν.) αβασκαίνω: ματιάζω. ● ΦΡ.: φτου (σου), να μη σε ματιάσω! βλ. ματιάζω [< αρχ. βασκαίνω]

βασκανία

βασκανία βα-σκα-νί-α ουσ. (θηλ.) & (λαϊκό) αβασκανία & βάσκαμα (το): η ενέργεια και το αποτέλεσμα του βασκαίνω, μάτιασμα: φυλαχτό για τη ~. Βλ. δεισιδαιμονία, κακό μάτι, μάγια, ξόρκι, πρόληψη. ΑΝΤ. ξεμάτιασμα [< αρχ. βασκανία]

δημοκρατία

δημοκρατία δη-μο-κρα-τί-α ουσ. (θηλ.) {δημοκρατι-ών} 1. ΠΟΛΙΤ. πολίτευμα στο οποίο η εξουσία πηγάζει από τον λαό και ασκείται από αυτόν άμεσα ή έμμεσα (μέσω εκλεγμένων αντιπροσώπων): αστική (βλ. καπιταλισμός)/σοσιαλιστική/συμμετοχική ~. Ανοιχτή/πλουραλιστική ~. Εχθρός/υπέρμαχος της ~ας. Κλονίζονται τα θεμέλια της ~ας. Η ανακήρυξη/αποκατάσταση/εγκαθίδρυση/εδραίωση/κατάλυση/κρίση/οικοδόμηση/υπονόμευση της ~ας. Έλλειμμα ~ας. Αγωνιστές της ~ας. Πβ. λαϊκή κυριαρχία. Βλ. αριστοκρατία, δεσποτεία, δικτατορία, μον-, ολιγ-αρχία, μετα~, σοσιαλ~, τηλε~, τυραννία, χριστιανο~.|| (καταχρ.) Θεοκρατική ~.|| (προφ., συνήθ. ελευθερία λόγου:) Αφήστε τον να πει τη γνώμη του, ~ δεν έχουμε; 2. (συνεκδ.) το κράτος που έχει δημοκρατικό πολίτευμα: Ελληνική/Κυπριακή ~. (ΙΣΤ.) Η Αθηναϊκή ~.|| Οι πρώην σοβιετικές ~ες.|| Ανεξάρτητες/αυτόνομες/δυτικές/φιλελεύθερες ~ες. 3. η περίοδος κατά την οποία επικρατεί δημοκρατικό πολίτευμα σε μία χώρα και η οποία αρχίζει από την ψήφιση ή αναθεώρηση του Συντάγματος: η B'/Γ' Ελληνική ~. Η Ε' Γαλλική ~. Βλ. -κρατία. ● ΣΥΜΠΛ.: αβασίλευτη δημοκρατία: ΠΟΛΙΤ. πολίτευμα στο οποίο ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκλέγεται άμεσα από τον λαό ή έμμεσα από τους αντιπροσώπους του: Η ~ ~ διακρίνεται σε προεδρική και προεδρευόμενη. Βλ. ρεπουμπλικανισμός.|| (το κράτος με το συγκεκριμένο πολίτευμα:) Η χώρα ανακηρύχθηκε ~ ~., άμεση δημοκρατία: ΠΟΛΙΤ. πολίτευμα στο οποίο η εξουσία ασκείται απευθείας από τον λαό: Η ~ ~ της αρχαίας Αθήνας. Βλ. δημοψήφισμα. [< γαλλ. démocratie directe] , ανελεύθερη δημοκρατία: ΠΟΛΙΤ. πολιτικό καθεστώς το οποίο τυπικά είναι δημοκρατικό, στο πλαίσιο όμως του λαϊκισμού παραβιάζει συστηματικά τις δημοκρατικές αρχές [< αμερικ. illiberal democracy, 1997], αντιπροσωπευτική/έμμεση δημοκρατία & αντιπροσωπευτικό σύστημα: ΠΟΛΙΤ. πολιτικό σύστημα διακυβέρνησης μέσω αιρετών αντιπροσώπων του λαού: H ~ ~ διακρίνεται σε αβασίλευτη και βασιλευόμενη. Πβ. κοινοβουλευτισμός. [< γαλλ. démocratie représentative] , βασιλευόμενη/βασιλευομένη δημοκρατία: ΠΟΛΙΤ. μορφή κοινοβουλευτικής δημοκρατίας που ορίζει κληρονομικό βασιλιά ως ανώτατο άρχοντα· συνεκδ. το κράτος με το συγκεκριμένο πολίτευμα., ηλεκτρονική δημοκρατία: χρήση των σύγχρονων τεχνολογιών (διαδίκτυο, κινητή τηλεφωνία) για την ενημέρωση και την ενίσχυση της συμμετοχής των πολιτών στη διαμόρφωση και λήψη αποφάσεων: ηλεκτρονική διακυβέρνηση και ~ ~. Βλ. ηλεκτρονική ψηφοφορία. ΣΥΝ. τηλεδημοκρατία (1) [< αγγλ. electronic/e- democracy] , κοινοβουλευτική δημοκρατία: ΠΟΛΙΤ. μορφή αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας με χαρακτηριστικά την άσκηση της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας από το κοινοβούλιο και την περιορισμένη δικαιοδοσία του Προέδρου της Δημοκρατίας: βασιλευόμενη/προεδρευόμενη ~ ~. ΣΥΝ. κοινοβουλευτισμός [< γαλλ. démocratie parlementaire] , λαϊκή/λαοκρατική δημοκρατία (κ. με κεφαλ. Λ, Δ): ΠΟΛΙΤ. μορφή πολιτεύματος που εγκαθιδρύθηκε στα κομμουνιστικά καθεστώτα, κυρ. μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, υπό την επίδραση της μαρξιστικής-λενινιστικής ιδεολογίας: ~ ~ της Κίνας/Κορέας (= Βόρεια Κορέα). Βλ. δικτατορία του προλεταριάτου, υπαρκτός σοσιαλισμός. [< γαλλ. république/démocratie populaire] , ομοσπονδιακή δημοκρατία: ομοσπονδιακό κράτος με δημοκρατικό πολίτευμα: η ~ ~ της Γερμανίας.|| (το συγκεκριμένο πολίτευμα:) Καθεστώς ~ής ~ας. [< αγγλ. Federal Republic, γαλλ. République fédérale] , προεδρευόμενη/προεδρευομένη δημοκρατία: ΠΟΛΙΤ. μορφή της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας στην οποία η εξουσία ασκείται από την κυβέρνηση που έχει εκλέξει ο λαός, ενώ αρχηγός του κράτους, χωρίς ουσιαστικές πολιτικές αρμοδιότητες, είναι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, που εκλέγεται συνήθ. από το κοινοβούλιο: Η Ελλάδα έχει ~ ~.|| (το κράτος με το συγκεκριμένο πολίτευμα:) H χώρα ανακηρύχθηκε (σε) ~ ~., προεδρική δημοκρατία: ΠΟΛΙΤ. μορφή αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας στην οποία ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι αρχηγός του κράτους και της κυβέρνησης και έχει ουσιαστικές πολιτικές αρμοδιότητες. [< γαλλ. démocratie présidentielle] , δημοκρατία της μπανανίας/μπανάνας βλ. μπανάνα, Προεδρία της Δημοκρατίας βλ. προεδρία, Πρόεδρος (της Δημοκρατίας) βλ. πρόεδρος [< αρχ. δημοκρατία, γαλλ. démocratie, αγγλ. democracy, γερμ. Demokratie]

-ότητα

-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.