αβάσιμος , η, ο [ἀβάσιμος] α-βά-σι-μος επίθ. (λόγ.): που δεν στηρίζεται σε αντικειμενικώς εξακριβώσιμα στοιχεία: ~ος: ισχυρισμός/φόβος (ΣΥΝ. αστήρικτος, ανυπόστατος). ~η: αισιοδοξία/αξίωση/κατηγορία. ~ο: επιχείρημα/συμπέρασμα (ΣΥΝ. ατεκμηρίωτο, ΑΝΤ. τεκμηριωμένο). ~ες: υποψίες/φήμες. ~α: δημοσιεύματα. Νομικώς/παντελώς/πλήρως ~η άποψη. ΑΝΤ. βάσιμος ● Ουσ.: αβάσιμο (το): το να μην στηρίζεται κάτι σε πραγματικά γεγονότα: το ~ της απόφασης/των καταγγελιών. ΣΥΝ. αβασιμότητα ΑΝΤ. βάσιμο ● επίρρ.: αβάσιμα [< γερμ. unbegründet]
αβασιμότητα [ἀβασιμότητα] α-βα-σι-μό-τη-τα ουσ. (θηλ.): η ιδιότητα του αβάσιμου, έλλειψη αποδεικτικών στοιχείων: ~ απόψεων/της υπόθεσης. Εξακρίβωση της ~ας των πληροφοριών. Βλ. -ότητα. ΣΥΝ. αβάσιμο ΑΝΤ. βασιμότητα
-ότητα
-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη).2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.