αβάσταχτος , η, ο [ἀβάσταχτος] α-βά-στα-χτος επίθ. & αβάστακτος & (λαϊκό) αβάσταγος 1. που δεν μπορεί κάποιος να τον σηκώσει ή κατ' επέκτ. να τον αντέξει, να τον υπομείνει: ~ο: βάρος/φορτίο (ΣΥΝ. ασήκωτο).|| (μτφ.) ~ος: αποχωρισμός/ο ζυγός της δουλείας/καημός/πόνος (= ανυπόφορος, αφόρητος, δυσβάσταχτος). ~η: αδικία/ακρίβεια/αλήθεια/δυστυχία/ζέστη/ζωή/θλίψη/καθημερινότητα/λύπη/μελαγχολία/μοναξιά. ~ο: μαρτύριο/τίμημα (= βαρύ). ~οι: φόροι (= επαχθείς). ~ες: υποχρεώσεις. ~α: προβλήματα/χρέη. Σε ~ο βαθμό. Είναι ~ο να είσαι μακριά μου.2. (μτφ.) για κάτι που δεν μπορεί κανείς να το συγκρατήσει, να το ελέγξει: ~ος: έρωτας (πβ. παράφορος). ~η: οργή. ~ο: μίσος/πάθος. ~α: γέλια. Πβ. ασυγκράτητος. ● επίρρ.: αβάσταχτα & αβάστακτα [< μτγν. ἀβάστακτος]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.