Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αβάφτιστος & αβάπτιστος , η, ο [ἀβάφτιστος] α-βά-φτι-στος επίθ.: που δεν έχει βαφτιστεί, αποκτήσει όνομα: ~ο: μωρό (ΑΝΤ. βαφτισμένο). Το παιδί έμεινε ~ο. Άθεοι/αλλόθρησκοι/άπιστοι και ~οι (: μη βαφτισμένοι χριστιανοί). || ~ος: πλανήτης. ~η: βουνοκορφή. ~ο: πλοίο. [< μτγν. ἀβάπτιστος]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.