Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αβαείο [ἀβαεῖο] α-βα-εί-ο ουσ. (ουδ.) 1. ΕΚΚΛΗΣ. ρωμαιοκαθολικό μοναστήρι: ~ γοτθικού ρυθμού. Το ~ των Βενεδικτίνων/του Μπέλλα Πάις (στην Κύπρο). 2. (σπάν.) η έδρα, η κατοικία του αβά. Πβ. ηγουμενείο. [< γαλλ. abbaye]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.