αβανταδόρος [ἀβανταδόρος] α-βα-ντα-δό-ρος ουσ. (αρσ.) (μειωτ.) 1. που προσφέρει στήριξη, βοήθεια: ~ της αντιπολίτευσης/της κυβέρνησης/της προεκλογικής εκστρατείας.2. εικονικός παίκτης, αγοραστής που πληρώνεται, για να προσελκύει πελάτες: ~ σε καζίνο/παράνομα τυχερά παιχνίδια. Πβ. κράχτης. Βλ. παπατζής.3. (σπάν.) που συντηρείται από παράνομα κέρδη, μίζες: ~οι και καιροσκόποι. Τυχοδιώκτες, ~οι και αεριτζήδες. Βλ. -αδόρος.
-αδόρος
-αδόρος{σπάν. στο θηλ. -αδόρα, -αδόρισσα} (λαϊκό) επίθημα που δηλώνει 1. (αρνητ.-μειωτ.) άτομο με παράνομη δραστηριότητα: κομπιν~/μιζ~/μπουκ~/σπεκουλ~/τσιλι~.|| (για κακή συνήθεια:) Tζογ~/τρακ~ (βλ. -ατζής).|| Αβαντ~ (βλ. αβανταδόρικος).2. άνθρωπο με ιδιαίτερη ικανότητα σε κάτι: ταβλ~.|| Ατακ~/κουμαντ~.3. επάγγελμα: γυψ~/παρκ~/πιτσ~/τορν~.4. αντικείμενο, εργαλείο ή μηχάνημα: μαρκ~. Kοτσ~/φρεζ~.
παπατζής
παπατζήςπα-πα-τζής ουσ. (αρσ.) 1. αυτός που παίζει το παρόνομο χαρτοπαίγνιο "παπάς". Βλ. αβανταδόρος.2. (μτφ.) απατεώνας, κλέφτης, ψεύτης. ΣΥΝ. αγύρτης, τσαρλατάνος (1)
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.