Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αβγατίζω [ἀβγατίζω] α-βγα-τί-ζω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {αβγάτι-σα, (σπάν.) -στηκε} & αυγατίζω & αβγαταίνω (λαϊκό) 1. αυξάνω, πολλαπλασιάζω: ~ τα κέρδη/τα λεφτά/τον τζίρο. Δουλεύοντας σκληρά ~σε το βιος του. ΑΝΤ. ελαττώνω. 2. (στο γ' εν.) αυξάνεται: ~ει: το εισόδημα/η παραγωγή/η περιουσία/η συγκομιδή. ANT. λιγοστεύει, μειώνεται. [< μεσν. αβγατίζω]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.