Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αβγοθήκη [ἀβγοθήκη] α-βγο-θή-κη ουσ. (θηλ.) & αυγοθήκη: μικρό σκεύος ή θήκη για την τοποθέτηση αβγού ή αβγών: γυάλινη/επιτραπέζια/πλαστική/πορσελάνινη/χάρτινη ~. ~ ψυγείου. Ατομικές/κεραμικές/πασχαλινές ~ες.|| (κατ' επέκτ.) Πρόχειρη μόνωση με ~ες (: υλικό που μοιάζει με ~) στους τοίχους. Παλέτα ζωγραφικής ~. Πβ. αβγουλιέρα. Βλ. -θήκη.

-θήκη

-θήκη: β' συνθετικό θηλυκών ουσιαστικών για τη δήλωση ειδικής κατασκευής, αντικειμένου ή χώρου όπου τοποθετούνται ή φυλάσσονται αντικείμενα: βιβλιο~/εργαλειο~/καρτελο~/καρτο~/ομπρελο~/παπουτσο~/προσπεκτο~.|| Κλειδο~/μαξιλαρο~.|| Aβγο~ (πβ. αβγουλ-ιέρα).|| Γλυπτο~/πινακο~. Οστεο~ (βλ. οστεο-φυλάκιο).

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.