Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αβγουλιέρα [ἀβγουλιέρα] α-βγου-λιέ-ρα ουσ. (θηλ.) & αυγουλιέρα (προφ.-λαϊκό): αβγοθήκη. Βλ. -ιέρα.

-ιέρα

-ιέρα επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει 1. δοχείο: αλατ~/βουτυρ~/ζαχαρ~/ξηροκαρπ~/σαλατ~/φρουτ~/ψωμ~. 2. συσκευή: γκριλ~/κρεπ~/σαντουιτσ~/τοστ~/φρυγαν~/ψηστ~.|| Σιντ~. 3. σκεύος: (κουτί, θήκη:) καπελ~/μπιζουτ~/πουδρ~.|| (γενικότ. κατασκευή:) Zαρντιν~.|| (έπιπλο:) Αλλαξ~/σιφον~/συρταρ~ (πβ. -θήκη).

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.