Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αβεβαίωτος , η, ο [ἀβεβαίωτος] α-βε-βαί-ω-τος επίθ.: που δεν έχει επιβεβαιωθεί, εξακριβωθεί, ελεγχθεί: ~η: είδηση/πηγή/πληροφορία (= ανεπιβεβαίωτη). ~α: στοιχεία (= αναπόδεικτα, ανεξακρίβωτα).|| (ΟΙΚΟΝ.-ΛΟΓΙΣΤ.) ~οι: φόροι (: που δεν έχουν καθοριστεί από την εφορία). ~ες: οφειλές. ~α: ποσά (πβ. ανέλεγκτος). Βεβαιωμένα και ~α έσοδα. [< μεσν. αβεβαίωτος, γερμ. unbestätigt, γαλλ. non confirmé]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.