Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αβελτηρία [ἀβελτηρία] α-βελ-τη-ρί-α ουσ. (θηλ.) & (σπάν.) αβελτερία (απαιτ. λεξιλόγ.): νωθρότητα στη σκέψη και κατ' επέκτ. μωρία ή ανάλογη ενέργεια ή συμπεριφορά: γραφειοκρατική/δημόσια/διοικητική/διπλωματική/εγκληματική/κρατική/κυβερνητική/πολιτική ~. ~ (= ανοησία) και απερισκεψία. Η ~ των Αρχών/της Πολιτείας. Πβ. αμβλύνοια, ανεπάρκεια. Βλ. αβδηριτισμός. ΑΝΤ. οξύνοια. [< μτγν. ἀβελτηρία, αρχ. ἀβελτερία]

αβδηριτισμός

αβδηριτισμός [ἀβδηριτισμός] α-βδη-ρι-τι-σμός ουσ. (αρσ.) (λόγ.): ανόητη, ματαιόδοξη, αφελής ενέργεια ή συμπεριφορά: πολιτικός ~. Βλ. αβελτηρία, μικρόνοια, -ισμός.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.