Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αβλαβής , ής, ές [ἀβλαβής] α-βλα-βής επίθ. {αβλαβ-ούς | -είς (ουδ. -ή} 1. (επίσ.) που δεν προκαλεί βλάβη, φθορά ή κίνδυνο: ~ής: ακτινοβολία/(διαγνωστική, θεραπευτική) μέθοδος. ~ές: εντομοκτόνο/προϊόν/χημικό στοιχείο. ~είς: πηγές ενέργειας. ~ή: ζώα (ΣΥΝ. άκακα)/υλικά. Ουσία ατοξική και ~ για τον ανθρώπινο οργανισμό/το περιβάλλον. Πβ. αθώος, ακίνδυνος. ΑΝΤ. επικίνδυνος.|| (σπάν. και ως ουσ.) Το ~ές των τροφίμων. ΑΝΤ. βλαβερός, βλαπτικός, επιβλαβής 2. (σπάν.-λόγ.) που δεν τον έχουν βλάψει, που δεν έχει υποστεί κακοποίηση: Έμεινε/επέζησε/σώθηκε ~. Βρέθηκε ζωντανός και ~. ● επίρρ.: αβλαβώς [-ῶς] (λόγ.) ● ΣΥΜΠΛ.: αβλαβής διέλευση: ΝΟΜ. διέλευση σκάφους με σταθερή πορεία και ταχύτητα μέσα από την αιγιαλίτιδα ζώνη, έτσι ώστε να μη διαταράσσεται η ασφάλεια, η ειρήνη και η τάξη του παράκτιου κράτους: ~ ~ και ελεύθερη ναυσιπλοΐα. [< αγγλ. innocent passage, 1958, γαλλ. passage inoffensif] ● ΦΡ.: σώος και αβλαβής (εμφατ.): που δεν έχει υποστεί βλάβη, που παραμένει ακέραιος, υγιής: Ανασύρθηκε από τα συντρίμμια ~ και ~ (: χωρίς να έχει πάθει το παραμικρό). [< αρχ. ἀβλαβής]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.