Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αβλεψία [ἀβλεψία] α-βλε-ψί-α ουσ. (θηλ.) {αβλεψιών}: απροσεξία και (κατ' επέκτ. ιδ. στον πληθ.) λάθος που οφείλεται σε αυτή: ιατρική/κατασκευαστική/νομική/πολιτική ~. Διοικητικές/μεταφραστικές/ορθογραφικές/τεχνικές/τυπογραφικές ~ες. ~ ή αμέλεια. Το σφάλμα οφείλεται σε ~. Υπεύθυνος για οποιαδήποτε ατέλεια ή ~. Συγγνώμη, ήταν δική μου ~! Η παραμικρή ~ εκ μέρους του πιλότου μπορεί να αποβεί μοιραία. ~ες των διοργανωτών/της έκδοσης/του συγγραφέα. ~ες και παραλείψεις/παρατυπίες/προχειρότητες. ~ες στην έκφραση και γλωσσικά ολισθήματα. Πβ. αβλέπτημα, παραδρομή. ● ΦΡ.: από αβλεψία & (λόγ.) εξ αβλεψίας [ἐξ ἀβλεψίας]: από απροσεξία, χωρίς να υπάρχει πρόθεση: σφάλματα ~ ~ ή λόγω άγνοιας. Δεν διορθώθηκε/καταχωρήθηκε ~ ~. Έγινε συνειδητά ή ~ ~; Παράβαση εξ ~ας. ΣΥΝ. εκ παραδρομής, κατά λάθος [< μτγν. ἀβλεψία]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.