Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αβοήθητος , η, ο [ἀβοήθητος] α-βο-ή-θη-τος επίθ.: που δεν έχει ή δεν βρήκε βοήθεια, υποστήριξη: ~α: ζώα/παιδιά. ~ από συγγενείς/φίλους. Αισθάνεται/μένει ~. ~ στο έλεος του Θεού (πβ. ανυπεράσπιστος, απροστάτευτος). Αδύναμος/άστεγος/μικρός και ~. Αιμορραγούσε ~ (στον δρόμο). Εγκατέλειψε ~ο το θύμα του. ● ΦΡ.: μόνος κ(α)ι αβοήθητος (εμφατ.): χωρίς καμία απολύτως βοήθεια: Αγωνίστηκε/αντιμετώπισε (το πρόβλημα)/ξεψύχησε ~ ~. ~ ~ στη μάχη/στην προσπάθεια για ... Τον άφησαν ~ο και ~ο. Μεγάλωσε ~η και ~η τα παιδιά της. [< μτγν. ἀβοήθητος]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.