αβοκάντο [ἀβοκάντο] α-βο-κά-ντο ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΒΟΤ. ο αχλαδόσχημος καρπός του ομώνυμου τροπικού δέντρου (επιστ. ονομασ. Persea gratissima), που έχει βαθυπράσινη ή μαυριδερή φλούδα, μεγάλο κουκούτσι και μαλακή κιτρινοπράσινη ψίχα με βουτυρώδη γεύση: μους/σάλτσα ~. Δροσιστικό ντιπ/σαλάτα (με) ~ (βλ. γουακαμόλε). Γαλάκτωμα/λάδι ~. Βλ. ανανάς. [< αγγλ. avocado < ισπαν. aguacate < γλ. Nαχουάτλ των Αζτέκων āhuacatl ‘όρχις’, πβ. ιταλ. avocado, 1955]
ανανάς
ανανάς [ἀνανάς] α-να-νάς ουσ. (αρσ.) {ανανάδες}: ΒΟΤ. ποώδες τροπικό φυτό (επιστ. ονομασ. Ananassa sativa) με μεγάλα ξιφοειδή φύλλα που σχηματίζουν ρόδακα και ιδ. ο εδώδιμος καρπός του με χυμώδη, αρωματική, κίτρινη σάρκα, σκληρή αγκαθωτή κίτρινη-καφέ φλούδα και θύσανο από ακανθώδη φύλλα στην κορυφή του: ~ κονσέρβα. Τούρτα/χυμός ~ά. Βλ. τροπικά φρούτα. [< γαλλ. ananas]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.