Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αβουλία [ἀβουλία] α-βου-λί-α ουσ. (θηλ.) 1. έλλειψη θέλησης, αποφασιστικότητας, πρωτοβουλίας: κυβερνητική ~. Πολιτική ~ επί του πρακτέου. ~ και ατολμία/παθητικότητα. ~ των αρμόδιων υπηρεσιών στο να προχωρήσουν τα έργα. Εξαιτίας της ~ας του έχασε πολλές ευκαιρίες στη ζωή του. Πβ. αναποφασιστικ-, διστακτικ-ότητα. 2. ΨΥΧΙΑΤΡ. μείωση, έλλειψη ή απώλεια της βούλησης, της ικανότητας λήψης αποφάσεων: Συμπτώματα της σχιζοφρένειας είναι η γενική αδράνεια, η απάθεια και η ~. ΣΥΝ. αβουλησία [< 1: αρχ. ἀβουλία, 2: γαλλ. aboulie, γερμ. Abulie]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.