Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αβρός , ή, ό [ἁβρός] α-βρός επίθ. (απαιτ. λεξιλόγ.): που διακρίνεται από λεπτότητα, ευγένεια, κομψότητα: ~ός: άνθρωπος/χαρακτήρας. ~ και καλλιεργημένος/περιποιητικός/ρομαντικός. Μας υποδέχτηκε ευγενής, ~, ένας πραγματικός κύριος! Πβ. ντελικάτος.|| ~ός: εναγκαλισμός/τόνος φωνής. ~ή: διατύπωση (= κομψή)/συμπεριφορά/φυσιογνωμία. ~ό: δέρμα (= απαλό)/πρόσωπο/χάδι (= τρυφερό)/χέρι (πβ. λεπτοκαμωμένο). ~οί: τρόποι. ~ές: κινήσεις. ~ά: λόγια. ~ά: μάγουλα/χείλη. ~ και γλυκός. ~ό και μειλίχιο ύφος. ● επίρρ.: αβρά [< αρχ. ἁβρός]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.