Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αγάλι [ἀγάλι] α-γά-λι επίρρ. & αγάλια (λαϊκό): (συνήθ. με αναδίπλωση) αργά, σιγά-σιγά: Λιώνει το χιόνι στην κορφή ~ ~. Προχώρησε ~ ~ ως την άκρη του γκρεμού. ~ ~ περνούσαν οι μέρες. ● ΦΡ.: αγάλι αγάλι γίνεται η αγουρίδα μέλι (παροιμ.): σιγά σιγά, με υπομονή επιτυγχάνεται κάτι: Μη βιάζεσαι, ~ ~., ο που αγάλι αγάλι περπατεί, μακριά μπορεί να πάει (παροιμ.): αυτός που ενεργεί προσεκτικά και συγκρατημένα, πετυχαίνει πολλά. [< μεσν. αγάλι]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.