Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αγάμητος , η, ο [ἀγάμητος] α-γά-μη-τος επίθ. (λ. ταμπού): που δεν έχει σεξουαλική ζωή για ένα διάστημα και κατ' επέκτ. εκδηλώνει στρυφνή και παράξενη συμπεριφορά. Πβ. (σεξουαλικά) στερημένος. [< αρχ. ἀγάμητος 'άγαμος']

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.