Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 6 εγγραφές  [0-6]


  • αγάπη [ἀγάπη] α-γά-πη ουσ. (θηλ.) 1. ισχυρό (συν)αίσθημα συμπάθειας, τρυφερότητας και αφοσίωσης: αγνή/αδελφική/άδολη/αθώα/ακλόνητη/αμοιβαία/ανεκτίμητη/άπειρη/ανυπόκριτη/απέραντη/απεριόριστη/βαθιά/μητρική/πατρική/πραγματική ~. Εισπράττω/νιώθω/προσφέρω/τρέφω ~. Δείχνω/εκδηλώνω/εκφράζω την ~ μου. Έχω/κερδίζω την ~ κάποιου. Δεν είχαν ~ μεταξύ τους. Υπάρχει ~ ανάμεσά τους. Διψώ για ~. Χορταίνω από ~. Το έκανα από ~. Η ~ του κόσμου με γέμιζε δύναμη. Του έχω μεγάλη ~ (πβ. αδυναμία). Απολαμβάνει/χαίρει της ~ης όλων.|| (ως κατακλείδα σε επιστολές) Mε όλη μου την ~. Με (απέραντη/ιδιαίτερη/πολλή) ~. Με σεβασμό και ~. Σου στέλνω την ~ μου.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Η ~ του Θεού/προς τον πλησίον. ΑΝΤ. απέχθεια, μίσος 2. έρωτας ανάμεσα σε δύο πρόσωπα και συνεκδ. αγαπημένο πρόσωπο: αιώνια/δυνατή/κρυφή/νεανική/παθολογική/παντοτινή/παράνομη/παράφορη/πλατωνική/τρελή/τυφλή/φλογερή ~.|| Η πρώτη ~ δεν ξεχνιέται. Αναζητώ τη μία και μοναδική ~. Εφήμερες/καλοκαιρινές/περασμένες/χαμένες ~ες.|| (ως οικ. προσφών.) ~ μου (γλυκιά)! 3. έντονο ενδιαφέρον, παθιασμένη ενασχόληση με κάτι: ~ για τον αθλητισμό/τα γράμματα/την ελευθερία/τη ζωή/το θέατρο/την πατρίδα (= φιλοπατρία). ~ για τη (σπανιότ. στη) λογοτεχνία. Τρέφει (μια) ρομαντική/υπέρμετρη ~ για την Ελλάδα. Η ζωγραφική ήταν η μεγάλη του ~. Βλ. έφεση, κλίση, ροπή.Αγάπες (οι): ΕΚΚΛΗΣ. κοινά δείπνα ανάμεσα στους πρώτους χριστιανούς. ● Υποκ.: αγαπάκι (το), αγαπούλης (ο), αγαπούλα & (σπάν.) αγαπίτσα, αγαπουλίτσα (η): αγαπημένος, αγαπημένη. ● ΣΥΜΠΛ.: δεύτερη Ανάσταση/Εσπερινός της Αγάπης/Αγάπη βλ. ανάσταση, μαραθώνιος αγάπης βλ. μαραθώνιος ● ΦΡ.: αγάπες και λουλούδια: εκδηλώσεις στοργής, γλυκύτητας· γενικότ. κατάσταση ευτυχίας: Η ζωή δεν είναι μόνο ~ ~. Τη μια είναι όλο ~ ~ και την άλλη μαλώνουν. ΣΥΝ. (είναι) όλο αγκαλιές και φιλιά, είναι στις αγάπες τους: περνούν περίοδο τρυφερών ή αγαθών σχέσεων., όλο αγάπη (εμφατ.): με πολλή αγάπη: αγκαλιά/λόγια/ματιά/υποδοχή ~ ~. Με κοιτούσε ~ ~. Άνθρωπος ανεξίκακος, υπομονετικός και ~ ~ (= γεμάτος αγάπη)., πουλάω αγάπη/έρωτα (μτφ.): παριστάνω ότι είμαι ερωτευμένος με κάποιον: Της πουλούσε ~, για να της πάρει τα λεφτά., το φιλί της αγάπης: ασπασμός συγγενικών και φιλικών συνήθ. προσώπων κατά την τελετή της Ανάστασης, μόλις ο ιερέας αρχίσει να ψάλλει το "Χριστός Ανέστη"., όποιος χάνει στα χαρτιά, κερδίζει στην αγάπη βλ. χαρτί [< μτγν. ἀγάπη, γαλλ. amour, αγγλ. love]
  • αγαπημένος , η, ο [ἀγαπημένος] α-γα-πη-μέ-νος επίθ.: που απολαμβάνει της αγάπης ή της προτίμησης κάποιου: ~ος: αθλητής/ηθοποιός/καλλιτέχνης/ποιητής/προορισμός/συγγραφέας/τραγουδιστής (= δημοφιλής). ~η: εκπομπή/μουσική/ομάδα/πατρίδα/πόλη/συνήθεια (= προσφιλής)/ταινία. ~ο: τραγούδι/φαγητό. ~ες: ασχολίες/φωτογραφίες. ~α: αδέλφια. Ποιο είναι το ~ο σας βιβλίο; (ως ουσ.) Ήταν ο ~ της οικογένειάς του. Πβ. αγαπητός, δημοφιλής. Βλ. πολυ~.|| (ως οικ. προσφών.) ~ε μου (φίλε)/~η μου (φίλη). ΑΝΤ. μισητός ● Ουσ.: αγαπημένα (τα): ΔΙΑΔΙΚΤ. κουμπί της γραμμής εργαλείων σε πρόγραμμα περιήγησης του διαδικτύου και ο αντίστοιχος φάκελος: Προσθήκη (διεύθυνσης ιστοσελίδας) στα ~. Ταξινόμηση ~ων. [< αγγλ. favourites] , αγαπημένος, αγαπημένη (ο/η): πρόσωπο με το οποίο κάποιος συνδέεται ερωτικά, συνήθ. σε περιπτώσεις που θέλει να αποφύγει ονομαστική αναφορά: Παρέα με τον ~ο μου. Αντίο/σ' ευχαριστώ ~η μου. ● επίρρ.: αγαπημένα: ήρεμα, αρμονικά, χωρίς συγκρούσεις. ● ΦΡ.: (από/καλύτερα) μακριά και αγαπημένοι βλ. μακριά [< μεσν. αγαπημένος]
  • αγαπησιάρης , α, ικο [ἀγαπησιάρης] α-γα-πη-σιά-ρης επίθ. (προφ.) 1. που κερδίζει εύκολα την αγάπη και την τρυφερότητα των άλλων: χαδιάρα και ~α. 2. που ερωτεύεται εύκολα ή δένεται συναισθηματικά, που εκδηλώνει αισθήματα αγάπης προς τους άλλους: ρομαντικός/στοργικός/τρυφερός και ~. Βλ. ερωτιάρης.|| (ως ουσ.) Τρελοί κι ~ηδες. Βλ. -ιάρης.
  • αγαπησιάρικος , η, ο [ἀγαπησιάρικος] α-γα-πη-σιά-ρι-κος επίθ. (προφ.): που προκαλεί ή εκφράζει συναισθήματα αγάπης: ~ος: χαρακτήρας. ~η: ατμόσφαιρα/σχέση. ~ο: παιδάκι/πλάσμα. ~ες: στιγμές. ~α: μηνύματα.
  • αγαπητικός , ή, ό [ἀγαπητικός] α-γα-πη-τι-κός επίθ.: που αναφέρεται στην αγάπη: ~ή: σχέση (με τον Θεό). ~ά: αισθήματα. ● Ουσ.: αγαπητικός, αγαπητικιά (ο/η) (παλαιότ.) 1. (λαϊκό-λογοτ.) εραστής, ερωμένη. 2. {στο αρσ.} μαστροπός, προαγωγός. [< μτγν. ἀγαπητικός]
  • αγαπητός , ή, ό [ἀγαπητός] α-γα-πη-τός επίθ. 1. που προκαλεί αισθήματα συμπάθειας, εκτίμησης, σεβασμού: Είναι ιδιαίτερα ~ σε όλους. Μου είναι πολύ ~ή (βλ. συμπαθής). Βλ. αξι-, κοσμ-αγάπητος. ΑΝΤ. μισητός, αντιπαθής.|| (ως τυπική προσφών.) ~έ κ. ... ~ό: (μου) ημερολόγιο/περιοδικό. ~οί: ακροατές/συμπολίτες/συνάδελφοι. ~ές: (μου) κυρίες/φίλες. ~ά: (μου) παιδιά.|| (ειρων.) Μα τι λες/σοβαρολογείς ~ή (= χρυσή) μου;|| (επιτηδευμένη ευγένεια:) Ω, τον ~ό (= τον φίλτατο)! 2. (σπάν.) αγαπημένος, προσφιλής. [< μτγν. ἀγαπητός, γαλλ. aimé, cher]

ανάσταση

ανάσταση[ἀνάσταση] α-νά-στα-ση ουσ. (θηλ.) {-ης (λόγ.) -άσεως} 1. ΕΚΚΛΗΣ. (συνήθ. με κεφαλ. το αρχικό Α) επάνοδος του Χριστού στη ζωή την τρίτη μέρα μετά τη Σταύρωση: η ~ του Θεανθρώπου/Ιησού/Κυρίου. Το χαρμόσυνο μήνυμα της ~ης. (ευχετ.) Καλή ~! 2. ΕΚΚΛΗΣ. (με κεφαλ. το αρχικό Α, κατ' επέκτ.) η αντίστοιχη ακολουθία και γιορτή το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου: ~ με βεγγαλικά και φωτοβολίδες. Πάμε στην ~ με λαμπάδες. Βλ. Πάσχα. 3. ΕΚΚΛΗΣ. (με κεφαλ. το αρχικό Α) επαναφορά νεκρού στη ζωή: Η ~ του Λαζάρου (: ένα από τα θαύματα του Χριστού). Η ~ των νεκρών (: κατά τη Δευτέρα Παρουσία). Πβ. ζωντάνεμα, νεκρανάσταση. 4. (με κεφαλ. το αρχικό Α) το αντίστοιχο γεγονός ως έργο τέχνης ή αγιογραφικό θέμα. Βλ. εις Άδου κάθοδος. 5. (μτφ.) αναγέννηση, ανάκαμψη: η πνευματική/πολιτιστική ~ (ενός λαού). Οικονομική ~ της εταιρείας. Πβ. αναζωογόνηση, ξαναζωντάνεμα.|| Η ~ του (υπόδουλου) Γένους/του Έθνους (: η αποτίναξη του τουρκικού ζυγού). ΣΥΝ. (απ)ελευθέρωση, ξεσηκωμός. 6. (ως επιφών., προφ.-εμφατ.) επιτέλους: ~! Τα κατάφερε. ● ΣΥΜΠΛ.: δεύτερη Ανάσταση/Εσπερινός της Αγάπης/Αγάπη: ΕΚΚΛΗΣ. ακολουθία που τελείται το μεσημέρι ή το απόγευμα της Κυριακής του Πάσχα., πρώτη Ανάσταση: ΕΚΚΛΗΣ. η Θεία Λειτουργία που τελείται το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου. ● ΦΡ.: κάνω Ανάσταση (προφ.) 1. παρακολουθώ την τελετή της Ανάστασης: Φέτος θα ~ ~ στην ενορία μου/σε μοναστήρι. 2. (μτφ.) ξεπερνώ τα προβλήματά μου, γίνομαι ξανά ευτυχισμένος (ύστερα από δύσκολη περίοδο). Πβ. άσπρη μέρα/Θεού πρόσωπο. [< αρχ. ἀνάστασις]

αξι-

αξι-βλ. αξιο-

ερωτιάρης

ερωτιάρης, α, ικο [ἐρωτιάρης] ε-ρω-τιά-ρης επίθ./ουσ. (προφ.): που χαρακτηρίζεται από έντονη ερωτική διάθεση, συμπεριφορά ή/και ζωή: ~ης: τύπος. ~ικο: τραγούδι.|| ~ και αισθηματίας. Πβ. αγαπησιάρης, γκομενιάρης, γυναικάς, δον Ζουάν, ερωτύλος, καζανόβας, κορτάκιας, μουρντάρης, μπερμπάντης. Βλ. -ιάρης. [< μεσν. ερωτιάρης]

έφεση

έφεση[ἔφεση] έ-φε-ση ουσ. (θηλ.) 1. έμφυτη κλίση: ~ για μόρφωση. Έχει (από μικρός) ~ στο γράψιμο/στα μαθηματικά/στη μουσική. Πβ. ροπή, ταλέντο, φλέβα. 2. ΝΟΜ. ένδικο μέσο με το οποίο ζητείται από ανώτερο δικαστήριο επανεξέταση υπόθεσης για την οποία έχει εκδοθεί πρωτόδικη απόφαση: ~ του εισαγγελέα. Άσκησε/κατέθεσε/υπέβαλε ~. Δικαίωμα ~ης. Απόσυρση/εκδίκαση της ~ης. (λόγ.) Η κατ' ~ διαδικασία/δίκη. Ενστάσεις-~έσεις. Απορρίφθηκε/έγινε δεκτή η ~. Βλ. αντ~. [< αρχ. ἔφεσις]

μακριά

μακριάμα-κρι-ά επίρρ. 1. σε μεγάλη απόσταση: Έχω παρκάρει ~. Η θάλασσα πέφτει ~.|| (μτφ.) Ας μην πάμε τόσο ~, γιατί ξεφύγαμε τελείως από το θέμα. Ζει ~ από τα φώτα της δημοσιότητας. Όταν ακούς μεγάλες υποσχέσεις, ~ (= μην τις πιστεύεις)! 2. σε σημείο που απέχει πολύ χρονικά: Υπομονή, οι διακοπές δεν είναι ~! ● ΦΡ.: (από/καλύτερα) μακριά και αγαπημένοι: η απόσταση διασφαλίζει μια αδιατάρακτη σχέση., κρατώ μακριά: απομακρύνω: Κρατήστε ~ τους αδιάκριτους! Αλλεπάλληλοι τραυματισμοί τον κράτησαν ~ από τα γήπεδα.|| (μτφ.) ~ήθηκε ~ από τις πολιτικές αντιπαραθέσεις., μακριά από μας/απ' εδώ (εμφατ.): ως ευχή για την αποφυγή κακού: ~ ~ οι αρρώστιες/ο πόλεμος!|| ~ μένα τέτοιες παράνομες μεθοδεύσεις! Πβ. άπαγε απ' εμού., χιλιόμετρα/μίλια μακριά (εμφατ.): πολύ μακριά: Είναι/έφυγε ~ ~ από την πατρίδα., βλέπει μακριά βλ. βλέπω, κοντά/μακριά τα χέρια (σου ...)! βλ. χέρι, μακριά κι αλάργα βλ. αλάργα, μένω μακριά βλ. μένω, πάει μακριά η βαλίτσα βλ. βαλίτσα, τραβά(ει)/πάει σε μάκρος/μακριά βλ. μάκρος [< μεσν. μακριά]

μαραθώνιος

μαραθώνιος, α, ο μα-ρα-θώ-νι-ος επίθ. 1. που σχετίζεται με τον Μαραθώνιο ή/και τον Μαραθώνα: (ΑΘΛ.) ~α: διαδρομή/πορεία. 2. (μτφ.) χρονοβόρος και εξαντλητικός: ~α: απολογία/συνεδρίαση. ~ες: συσκέψεις/συζητήσεις. ● ΣΥΜΠΛ.: Μαραθώνιος Δρόμος: ΑΘΛ. Μαραθώνιος., μαραθώνια κολύμβηση βλ. κολύμβηση [< μτγν. Μαραθώνιος 'που αναφέρεται στον Μαραθώνα']

χαρτί

χαρτίχαρ-τί ουσ. (ουδ.) {χαρτ-ιού | -ιών} 1. προϊόν με τη μορφή συνήθ. λεπτών ορθογώνιων φύλλων, το οποίο κατασκευάζεται από ειδική επεξεργασία πολτού ινών κυτταρίνης και χρησιμοποιείται κυρ. ως επιφάνεια γραφής: ανακυκλωμένο/γκοφρέ/δημοσιογραφικό (: εφημερίδων και περιοδικών)/εκτυπωτικό/λεπτό/λευκό/μιλιμετρέ/πεπιεσμένο/σκληρό/φωτογραφικό/χρωματιστό ~. ~ ιλουστρασιόν/καρμπόν/κραφτ/οντουλέ. ~ ακουαρέλας/αλληλογραφίας/εκτύπωσης/πολυτελείας. Βλ. μπριστόλ, χαρτικά.|| Μια κόλλα/ένα κομμάτι ~. Φωτοτυπία σε ~ Α4. Κοπτικό ~ιών. Βλ. χαρτόνι.|| ~ περιτυλίγματος/ταπετσαρίας. 2. {συνήθ. στον πληθ.} (κατ΄επέκτ.) σελίδα με γραπτό ή τυπωμένο, ενίοτε επίσημο κείμενο: γραφείο πήχτρα στα ~ιά (βλ. χαρτομάνι, χαρτούρα). Μια στιγμή, να ρίξω μια ματιά στα ~ιά μου. Άπλωσε τα ~ιά του στο τραπέζι. 3. {συνήθ. στον πληθ.} (προφ.) έγγραφο με το οποίο πιστοποιείται ή ανακοινώνεται επίσημα κάτι: πλαστά ~ιά. Μετανάστες/πρόσφυγες χωρίς ~ιά (: άδεια παραμονής, βίζα). Έλεγχος ~ιών (από αστυνομικό· βλ. ταυτότητα, δίπλωμα οδήγησης). Πήρε ~ από γιατρό (= βεβαίωση). Του ήρθε το ~, για να παρουσιαστεί στον στρατό. Πήρε επιτέλους το ~ (= απολυτήριο, πτυχίο). Κατέθεσε όλα τα απαραίτητα ~ιά για ανανέωση/έκδοση διαβατηρίου (= δικαιολογητικά, παράβολα, πιστοποιητικά). 4. {συνήθ. στον πληθ.} τραπουλόχαρτο: Έχω (πολύ) καλό ~ (: συνδυασμό φύλλων). Ανακάτεψε/μοίρασε τα ~ιά. Κόψε τα ~ιά (: χώρισε την τράπουλα σε δύο μέρη)! Άνοιξε τα ~ιά του (: τα έδειξε στους υπόλοιπους παίκτες για να κριθεί ο νικητής). 5. ΟΙΚΟΝ. {στον πληθ.} (προφ.) μετοχή: κρατικά ~ιά. ● Υποκ.: χαρτάκι (το): χαρτί μικρού μεγέθους: ~ με αριθμό προτεραιότητας στις τράπεζες. Έγραψε σ' ένα ~ τον αριθμό του τηλεφώνου της.|| Εξασφάλισαν το μαγικό/πολυπόθητο ~ (: εισιτήριο).|| Δεν έχω ~ια (= τσιγαρόχαρτα) για να στρίψω τσιγάρο.|| Θα παίξουμε ~ (= χαρτιά) την Πρωτοχρονιά; ● ΣΥΜΠΛ.: ανοιχτό χαρτί: ως χαρακτηρισμός για άτομο που δεν κρύβει τίποτα: Είναι ~ ~· δεν πρόκειται να σε κοροϊδέψει/σου πει ψέματα., αντικολλητικό χαρτί: που έχει αντικολλητικές ιδιότητες και χρησιμοποιείται συνήθ. στη μαγειρική: Ψήνω τις πατάτες σε ~ ~. Βλ. αλουμινόχαρτο, λαδόκολλα., ηλεκτρονικό χαρτί: ΤΕΧΝΟΛ. οθόνη χειρός από ειδικού τύπου λεπτό και διαφανές υλικό, στην οποία μπορεί να προβληθεί εικόνα υψηλής ευκρίνειας με κείμενο ή/και φωτογραφίες: έγχρωμο ~ ~. ΣΥΝ. ηλεκτρονικό μελάνι [< αγγλ. electronic/e- paper] , θερμικό/θερμογραφικό/θερμοευαίσθητο χαρτί: ΤΕΧΝΟΛ. ειδικά επεξεργασμένο χαρτί, ευαίσθητο στις υψηλές θερμοκρασίες, το οποίο χρησιμοποιείται σε θερμικούς εκτυπωτές: ~ ~ φαξ. ~ ~ για ταμειακές μηχανές. [< αγγλ. thermal/thermographic paper, γαλλ. papier thermosensible] , χαρτί κουζίνας & ρολό κουζίνας: απορροφητικό χαρτί σε μεγάλο ρολό, το οποίο χρησιμοποιείται συνήθ. στην κουζίνα ως μέσο καθαρισμού., χαρτί υγείας/τουαλέτας: λεπτό χαρτί σε μικρό ρολό, για την προσωπική υγιεινή στο μπάνιο: απορροφητικό/αρωματικό/μαλακό ~ ~. Πβ. κωλόχαρτο. [< αγγλ. toilet paper, γαλλ. papier hygiénique, papier-toilette] , χημικό χαρτί: το οποίο παράγεται μέσω χημικής επεξεργασίας ασβεστίου και θειικής ρίζας για την παραγωγή ινών κυτταρίνης. [< αγγλ. chemical paper, γαλλ. papier chimique] , ψηφιακό χαρτί: ΤΕΧΝΟΛ. οθόνη χειρός για τη δημιουργία χειρογράφων με χρήση ψηφιακού στιλό. [< αγγλ. digital paper] , άγραφο χαρτί βλ. άγραφος, βαρύ/γερό/δυνατό/μεγάλο χαρτί βλ. βαρύς, διαπραγματευτικό χαρτί βλ. διαπραγματευτικός, διαφανές χαρτί βλ. διαφανής, σημαδεμένη τράπουλα/σημαδεμένα χαρτιά βλ. σημαδεμένος, χαρτί κρεπ βλ. κρεπ ● ΦΡ.: ανοίγω/δείχνω/φανερώνω τα χαρτιά μου (μτφ.): κάνω γνωστές τις σκέψεις και τις προθέσεις μου ή τα στοιχεία που έχω στη διάθεσή μου: Άνοιξε ~ ~ του αποκαλύπτοντας τα μελλοντικά του σχέδια. Άνοιξαν ~ ~ τους στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων., βγάζω/παίρνω/πιάνω χαρτί και μολύβι: είμαι έτοιμος να γράψω, να σημειώσω, να υπολογίσω κάτι: Πάρε ~ ~ και κάνε το τεστ., κάνω τα χαρτιά μου: υποβάλλω τα απαιτούμενα πιστοποιητικά ή δικαιολογητικά στην αρμόδια υπηρεσία: ~ ~ για άδεια παραμονής και εργασίας/το δημόσιο/διορισμό/ειδικότητα/πρόσληψη στο ...., κρατώ κλειστά/κρύβω τα χαρτιά μου (μτφ.): δεν αποκαλύπτω τις προθέσεις μου., με ανοιχτά χαρτιά (μτφ.): με ειλικρίνεια και χωρίς υπεκφυγές: διάλογος ~ ~. Διαπραγματεύομαι/μιλάω ~ ~., μοιράζω την τράπουλα/τα χαρτιά 1. (μτφ.) ασκώ έλεγχο, κάνω διανομή ρόλων χάρη στην εξουσία που διαθέτω. Πβ. ανακατεύω την τράπουλα/τα χαρτιά. 2. (σε χαρτοπαίγνιο) δίνω στους παίκτες τα τραπουλόχαρτα που τους αναλογούν., όποιος χάνει στα χαρτιά, κερδίζει στην αγάπη: ως παρηγορητικός αστεϊσμός προς κάποιον που χάνει σε τυχερό παιχνίδι, συνήθ. χαρτοπαίγνιο., παίζει το τελευταίο του χαρτί: χρησιμοποιεί την τελευταία του ευκαιρία, το ατού που έχει, για να υπερισχύσει έναντι του αντιπάλου του, μετά από προηγούμενες αποτυχημένες προσπάθειες: Η ομάδα ~ ~ της χαρτί, διεκδικώντας την πρόκριση. Έπαιξε ~ ~ και έχασε. [< γαλλ. jouer sa dernière carte] , παίζω το χαρτί του ... 1. & παίζω τα χαρτιά μου: χρησιμοποιώ στοιχείο ή μέσο που θα με βοηθήσει να ικανοποιήσω τις επιδιώξεις μου: ~ει ~ του λαϊκισμού/πατριωτισμού.|| Αν ~ξει τα χαρτιά του σωστά, θα τα καταφέρει. 2. λειτουργώ προς όφελος των συμφερόντων κάποιου: Εδώ και χρόνια ~ει ~ των ισχυρών. ΣΥΝ. παίζω το παιχνίδι του, στα χαρτιά 1. για κάτι που παραμένει ανεφάρμοστο, ενώ έχει ανακοινωθεί ότι θα πραγματοποιηθεί: Το έργο έμεινε ~ ~ (= στον αέρα, στα λόγια, στα σχέδια). ΣΥΝ. επί χάρτου (2) 2. σε θεωρητικό επίπεδο, στη θεωρία: μέτρα ιδανικά ~ ~, αλλά ανεφάρμοστα στην πράξη.|| (ΑΘΛ.) Ντέρμπι ~ ~ (: όταν ο ένας από τους δύο αντιπάλους δεν έχει την προσδοκώμενη απόδοση και ηττάται με μεγάλη διαφορά). Φαβορί ~ ~. ΣΥΝ. επί χάρτου (2) 3. ΑΘΛ. για αποτέλεσμα αγώνα που προκύπτει μετά από απόφαση αρμόδιου οργάνου ομοσπονδίας ή αθλητικού δικαστηρίου και όχι στον αγωνιστικό χώρο: Ήττα/νίκη/πρόκριση ~ ~. Πήρε τον αγώνα/τους βαθμούς ~ ~. Πβ. άνευ αγώνα/αγώνος. [< 2: αγγλ. on paper] , ανακατεύω την τράπουλα/τα χαρτιά βλ. ανακατεύω, καμένο χαρτί βλ. καίω, τραβώ χαρτί βλ. τραβώ, τυλίγω (κάποιον) σε μια κόλλα χαρτί βλ. τυλίγω, χαρτί βίβλου βλ. βίβλος, χαρτί και καλαμάρι βλ. καλαμάρι [< μεσν. χαρτί(ν) 4: ιταλ. carte]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.