αγέλαστος , η/ος, ο [ἀγέλαστος] α-γέ-λα-στος επίθ.: που δεν γελά, που είναι σκυθρωπός: ~ος: άνθρωπος. ~ο: πρόσωπο. ~α: χείλη. Εσωστρεφής κι ~ απέφευγε κάθε συναναστροφή.|| (ΑΡΧΑΙΟΛ.) ~ος: κόρη. ~η: μορφή.|| (μτφ.-λογοτ.) ~η: άνοιξη/γη.|| (ΜΥΘ.) ~ος: πέτρα (: το φρέαρ όπου κάθισε η θεά Δήμητρα συντετριμμένη από την αρπαγή της κόρης της Περσεφόνης). ΑΝΤ. γελαστός ● επίρρ.: αγέλαστα ● ΦΡ.: αγαλματάκια/στρατιωτάκια ακούνητα, αμίλητα, αγέλαστα βλ. ακούνητος [< αρχ. ἀγέλαστος]
ακούνητος
ακούνητος, η, ο [ἀκούνητος] α-κού-νη-τος επίθ. (λαϊκό): που δεν κουνιέται, δεν κουνήθηκε ή δεν μπορεί να κουνηθεί: ~ο: βλέμμα. ~ο: έπιπλο (= αμετακίνητο, π.χ. λόγω βάρους). Κάθομαι/στέκομαι ~. Μείνε ~ (= ακίνητος)!|| Παρέμειναν ~οι στις καλοπληρωμένες θέσεις τους. Πβ. αμετακίνητος, ασάλευτος. ● ΦΡ.: αγαλματάκια/στρατιωτάκια ακούνητα, αμίλητα, αγέλαστα1. (μτφ.) για πειθήνια όργανα: Καθόταν αγαλματάκι ~ο και περίμενε διαταγές.2. ομαδικό παιδικό παιχνίδι: ~ ~ μέρα ή νύχτα;
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.