αγέλη [ἀγέλη] α-γέ-λη ουσ. (θηλ.) 1. κατοικίδια ή άγρια ζώα του ίδιου είδους που ζουν και μετακινούνται ως ομάδα: ~ λύκων. ~ες από βουβάλια. Τα ελάφια ζουν σε/σχηματίζουν ~ες. Βρουκέλλωση ~ών. ΣΥΝ. κοπάδι (1) 2. (μτφ.-μειωτ.) πλήθος ατόμων που ενεργεί χωρίς οργάνωση, κρίση και βούληση: φανατισμένη ~. ~ οπαδών. Νοοτροπία/σύνδρομο ~ης. Πβ. μπουλούκι, όχλος. || Ανοσία ~ης.3. (με κεφαλ. Α) τμήμα μικρών σε ηλικία προσκόπων: ~ λυκόπουλων. [< 1: αρχ. ἀγέλη 2: γαλλ. troupeau]
αγεληδόν [ἀγεληδόν] α-γε-λη-δόν επίρρ. (λόγ.-συνήθ. ειρων.): σαν αγέλη, ομαδικά, μαζικά· κατ' επέκτ. χωρίς κρίση και βούληση: Ζουν/μαζεύονται/μεταφέρονται/πηγαίνουν ~. Οι απεργοί εισέβαλαν ~ στο κτίριο, για να το καταλάβουν.|| Ψηφίζουν ~. ~ και ομοθυμαδόν. Βλ. -ηδόν. [< αρχ. ἀγεληδόν]
-ηδόν
-ηδόν(λόγ.): επίθημα για τον σχηματισμό τροπικών επιρρημάτων: βαθμ~/βροχ~/κρουν~/πρην~/σωρ~.|| (κυρ. χιουμορ.) Κλοτσ~. Βλ. -δην.
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.