Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]


  • αγέλη [ἀγέλη] α-γέ-λη ουσ. (θηλ.) 1. κατοικίδια ή άγρια ζώα του ίδιου είδους που ζουν και μετακινούνται ως ομάδα: ~ λύκων. ~ες από βουβάλια. Τα ελάφια ζουν σε/σχηματίζουν ~ες. Βρουκέλλωση ~ών. ΣΥΝ. κοπάδι (1) 2. (μτφ.-μειωτ.) πλήθος ατόμων που ενεργεί χωρίς οργάνωση, κρίση και βούληση: φανατισμένη ~. ~ οπαδών. Νοοτροπία/σύνδρομο ~ης. Πβ. μπουλούκι, όχλος. || Ανοσία ~ης. 3. (με κεφαλ. Α) τμήμα μικρών σε ηλικία προσκόπων: ~ λυκόπουλων. [< 1: αρχ. ἀγέλη 2: γαλλ. troupeau]
  • αγεληδόν [ἀγεληδόν] α-γε-λη-δόν επίρρ. (λόγ.-συνήθ. ειρων.): σαν αγέλη, ομαδικά, μαζικά· κατ' επέκτ. χωρίς κρίση και βούληση: Ζουν/μαζεύονται/μεταφέρονται/πηγαίνουν ~. Οι απεργοί εισέβαλαν ~ στο κτίριο, για να το καταλάβουν.|| Ψηφίζουν ~. ~ και ομοθυμαδόν. Βλ. -ηδόν. [< αρχ. ἀγεληδόν]

-ηδόν

-ηδόν(λόγ.): επίθημα για τον σχηματισμό τροπικών επιρρημάτων: βαθμ~/βροχ~/κρουν~/πρην~/σωρ~.|| (κυρ. χιουμορ.) Κλοτσ~. Βλ. -δην.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.