Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αγένεια [ἀγένεια] α-γέ-νει-α ουσ. (θηλ.): έλλειψη ευγένειας, διακριτικότητας και (συνεκδ. στον πληθ.) αναιδή λόγια και ανάλογες πράξεις: κοινωνική/προκλητική ~. Αντιμετωπίζω (κάποιον)/εκφράζομαι/συμπεριφέρομαι με ~. Είναι (μεγάλη) ~ (εκ μέρους κάποιου) να ... Μου έκανε/προξένησε κατάπληξη η ~ά του. Μίλησε με απρέπεια, φτάνοντας στα όρια της ~ας. Πβ. γαϊδουριά, χοντράδα. [< αρχ. ἀγένεια ’ταπεινή καταγωγή’, ἀγέννεια ‘έλλειψη ευγένειας, ποταπότητα’, γαλλ. bassesse]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.