Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αγίνωτος , η, ο [ἀγίνωτος] α-γί-νω-τος επίθ. 1. (κυρ. για φρούτα, καρπούς ή αλκοολούχα ποτά) που δεν έχει ωριμάσει: ~η: μπανάνα (= άγουρη). ~ο: στάρι.|| ~ο: κρασί.|| ~ο: ζυμάρι/ψωμί (: που δεν έχει υποστεί ζύμωση, ώστε να φουσκώσει). ΑΝΤ. γινωμένος (1) 2. (μτφ.-λογοτ.) που δεν έχει φτάσει ακόμη σε σωματική, πνευματική ή ψυχική ωρίμανση: ~ο: μυαλό. ΣΥΝ. άγουρος (2), ανώριμος (1)

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.