Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αγαθά [ἀγαθά] α-γα-θά ουσ. (ουδ.) (τα) 1. μέσα (προϊόντα ή υπηρεσίες) που ικανοποιούν υλικές κυρ. ανάγκες του ανθρώπου: ακίνητα/βασικά/βιομηχανικά/δημόσια/έμμεσα (: που συντελούν στην παραγωγή άλλων αγαθών, ΑΝΤ. άμεσα)/κινητά/υλικά ~. Αγορά/απόκτηση/διακίνηση/εισαγωγή/κόστος/πώληση/συσσώρευση ~ών. Τα ~ της Γης (: οι καρποί).|| Άφησε όλα του τα ~ (= την περιουσία) στην κόρη του. Έχασε όλα του τα ~ (: ό,τι είχε και δεν είχε).|| Πνευματικά/πολιτιστικά ~ά. 2. (μτφ.) ωφέλιμες συνέπειες, κέρδη, πλεονεκτήματα: Τα ~ της δημοκρατίας/της εργασίας/του πολιτισμού/της τεχνολογίας. ● ΣΥΜΠΛ.: άυλα αγαθά βλ. άυλος, βιοτικά αγαθά βλ. βιοτικός, ελεύθερα αγαθά βλ. ελεύθερος, επενδυτικά αγαθά βλ. επενδυτικός, καταναλωτικά αγαθά βλ. καταναλωτικός, κεφαλαιουχικά αγαθά βλ. κεφαλαιουχικός, οικονομικά αγαθά βλ. οικονομικός ● ΦΡ.: του Αβραάμ και του Ισαάκ τα αγαθά/τα καλά: πλούτη, υλικά αγαθά και γενικότ. ευτυχία: Είχαν ~ ~, δεν τους έλειπε τίποτα. Οι γονείς του τον μεγάλωσαν με όλα ~ ~. Πβ. του κόσμου τ' αγαθά.|| (ως ευχή-λαϊκό) ~ ~ να έχεις! Ο Θεός να σας δώσει ~ ~! Πβ. τα ελέη του Θεού., τα αγαθά κόποις κτώνται βλ. κόπος [< αγγλ. goods, γαλλ. biens, γερμ. Güter]

άυλος

άυλος, η, ο [ἄϋλος] ά-υ-λος επίθ. 1. που δεν έχει υλική μορφή ή υπόσταση: ~η: φύση (των Αγγέλων). ~ο: πνεύμα. ~α: όντα. Ο ~ χαρακτήρας της πνευματικής ιδιοκτησίας.|| (ΘΕΟΛ.) Ο Θεός είναι ~ και ασώματος.|| (ΟΙΚΟΝ.) ~η: αξία/επένδυση. ~οι: τίτλοι. ~ες: μετοχές. ~α: περιουσιακά στοιχεία. ΑΝΤ. ενσώματος (2), υλικός 2. (μτφ.) εξωπραγματικός, αιθέριος, εξαϋλωμένος: ~η: φιγούρα. ~ες: μορφές. ● ΣΥΜΠΛ.: άυλα αγαθά 1. ΝΟΜ. βασικά ανθρώπινα δικαιώματα (ζωή, υγεία, σωματική ακεραιότητα, ελευθερία, παιδεία, πνευματική ιδιοκτησία) που προστατεύονται αστικά και ποινικά· σπανιότ. υπηρεσίες. 2. ΟΙΚΟΝ. πάγια περιουσιακά στοιχεία (όνομα, ευρεσιτεχνίες, εμπορικά σήματα) που έχουν χρηματική αξία. [< γαλλ. biens incorporels] , άυλη (πολιτιστική) κληρονομιά: που μεταβιβάζεται από γενιά σε γενιά και περιλαμβάνει προφορικές παραδόσεις, έθιμα, γλώσσες, μουσική, χορούς, τελετουργίες, εορταστικές εκδηλώσεις, γνώσεις και πρακτικές, παραδοσιακή ιατρική, μαγειρική τέχνη, τεχνογνωσία που συνδέεται με την παραδοσιακή χειροτεχνία καθώς και το σύνολο των εργαλείων, αντικειμένων και των πολιτιστικών χώρων που συνδέονται με αυτά. [< αγγλ. intangible (cultural) heritage] [< μτγν. ἄϋλος, γαλλ. immatériel]

βιοτικός

βιοτικός, ή, ό βι-ο-τι-κός επίθ.: που σχετίζεται με τη ζωή ή/και τους ζωντανούς οργανισμούς: ~ές: μέριμνες/συνθήκες. ~ά: προβλήματα. Βλ. αντι~, μακρο~, προ~.|| (ΟΙΚΟΛ.) ~ό: περιβάλλον. Οι ~οί (= χλωρίδα και πανίδα) και αβιοτικοί (π.χ. έδαφος, κλίμα, νερό, φως) παραγόντες ενός οικοσυστήματος. ~οί: πόροι (: ανανεώσιμοι). ● ΣΥΜΠΛ.: βιοτικά αγαθά: τα υλικά αγαθά, συνήθ. σε αντιδιαστολή με τα πνευματικά., βιοτικές ανάγκες: που σχετίζονται με την επιβίωση και διαβίωση του ανθρώπου (π.χ. διατροφή, ένδυση, κατοικία): βασικές/καθημερινές/στοιχειώδεις ~ ~., βιοτικό επίπεδο & επίπεδο ζωής/διαβίωσης: ΟΙΚΟΝ. οι συνθήκες ζωής ενός προσώπου ή των μελών ενός κοινωνικού συνόλου ως προς την κατά κεφαλήν κατανάλωση αγαθών και χρήση υπηρεσιών: υψηλό/χαμηλό ~ ~. [< αγγλ. standard of living, 1903, standard of life] [< μτγν. βιωτικός ‘που αφορά τη ζωή, που εξυπηρετεί την επιβίωση’, αγγλ. biotic, γαλλ. biotique, 1969 – παλαιότ. ορθογρ. βιωτικός]

ελεύθερος

ελεύθερος, η, ο [ἐλεύθερος] ε-λεύ-θε-ρος επίθ. {κ. (λόγ.) θηλ. ελευθέρα} & (λαϊκό-λογοτ.) λεύτερος & ελεύτερος 1. που δεν δεσμεύεται, δεν υπόκειται σε εξωτερικούς ή εσωτερικούς περιορισμούς, δεσμεύσεις, εξαρτήσεις, ρυθμίσεις, υποχρεώσεις ή έλεγχο: ~ος: κόσμος/λαός. ~η: ενημέρωση/χώρα. ~ο: έθνος/κράτος (πβ. αυτόνομος, ΑΝΤ. υπόδουλος, σκλαβωμένος). ~οι: πολίτες. ~ες: εκλογές. ~α: εδάφη. Όλοι είναι/γεννιούνται ίσοι και ~οι. Ανοιχτή και ~η κοινωνία. Ο κρατούμενος αφέθηκε ~ (ΑΝΤ. αιχμάλωτος, φυλακισμένος). Είδη/ζώα που ζουν ~α στη φύση. (ως ουσ.) ~οι και δούλοι.|| ~ος: λόγος. ~η: επιλογή/κίνηση/βούληση/σκέψη (: χωρίς προκαταλήψεις και στερεότυπα). ~ο: πνεύμα/φρόνημα. Είσαι ~ να κάνεις ό,τι θέλεις (πβ. ανεξάρτητος). Νιώθει ~η (πβ. αυτεξούσιος). ~ κι ωραίος. ~οι από το άγχος/φοβίες (πβ. απαλλαγμένος, απελευθερωμένος· ΑΝΤ. δέσμιος). Είναι ~οι να αποφασίσουν/δράσουν/φύγουν ... (: έχουν το δικαίωμα). Άσε/άφησε τον εαυτό σου ~ο (βλ. χαλαρός)/τη φαντασία σου ~η.|| ~ος: έρωτας. ~η: σχέση.|| ~ος: αυτοσχεδιασμός. ~η: διασκευή/συζήτηση. ~ο: θέμα/πρόγραμμα. ΑΝΤ. επιβεβλημένος.|| ~ος: ακροατής (: που δεν έχει κάνει εγγραφή). (ΟΙΚΟΝ.) ~ες: συναλλαγές/τιμές. (+ γεν.) Εισόδημα/ποσό ~ο φόρου. (ΣΤΡΑΤ.) ~ αρβυλών/ασκήσεων/υπηρεσίας (: για λόγους υγείας). Βλ. ημι~, φιλ~. 2. που δεν έχει καταληφθεί, διαθέσιμος: ~ος: χώρος. ~η: δίοδος/θέση (= άδεια, κενή· ΑΝΤ. κατειλημμένη)/μέρα/(τηλεφωνική) γραμμή (ΑΝΤ. απασχολημένη). ~ο: ακίνητο (: μη υποθηκευμένο ή διεκδικούμενο)/διαμέρισμα (ΑΝΤ. νοικιασμένο)/δωμάτιο/πεδίο (δράσης)/ταξί/τραπέζι (ΑΝΤ. αγκαζέ, πιασμένο, ρεζερβέ). Πέρνα, ο δρόμος είναι ~ (ΑΝΤ. κλειστός). (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ο τμήμα δίσκου/μνήμης.|| (για πρόσ.) Έχω ~ο το απόγευμα. Είσαι ~ για έναν καφέ (πβ. εύκαιρος); || Τι κάνεις στις ~ες ώρες σου; 3. ανύπαντρος ή που δεν έχει δεσμό: ~ ή παντρεμένος; Πβ. άγαμος, αδέσμευτος, εργένης. Βλ. δεσμευμένος. ΑΝΤ. έγγαμος (1) 4. που γίνεται αυτόματα ή ανεμπόδιστα· (ειδικότ., για δραστηριότητα) που γίνεται χωρίς σύνθετο εξοπλισμό ή που δεν απαγορεύεται: ~ος: συνειρμός. ~η: αναπνοή. ~η ροή ενέργειας/πληροφορίας (πβ. ακώλυτος). (σε αθλήματα με μπάλα) ~η: βολή. ~ο: βολέ/σουτ (ως ουσ.) Εκτέλεσε το ~ο.|| ~η: αναρρίχηση/πτήση (με αλεξίπτωτο πλαγιάς).|| ~η: στάθμευση (ΑΝΤ. ελεγχόμενη). ~ο: κυνήγι. 5. που δεν είναι δεμένος, μπορεί να κινηθεί ανενόχλητα: ~ος: τροχός. ~α: μαλλιά (: λυτά). (Κλήση) με ~α χέρια. ~η άκρη ελατηρίου/σχοινιού.|| (ΧΗΜ.) ~ος: σίδηρος. ~ο: ασβέστιο. ● Ουσ.: ελεύθερο (το) 1. άδεια, δικαίωμα, έγκριση: το ~ της επιλογής. Της έδωσε το ~ να ... (: της επέτρεψε). Έχει το ~ να ... (: μπορεί, του επιτρέπεται). Πβ. ελευθέρας, πράσινο φως. 2. ΑΘΛ. στιλ κολύμβησης με το σώμα μπρούμυτα, τα χέρια να βυθίζονται στο νερό, διαγράφοντας εναλλάξ κυκλική τροχιά και τα πόδια να κινούνται γρήγορα πάνω κάτω: ~ ανδρών/γυναικών. Βλ. πεταλούδα, πρόσθιο, ύπτιο. ΣΥΝ. κρόουλ (1) [< 2: αγγλ. free-style, περ. 1934] ● επίρρ.: ελεύθερα & (λόγ.) -έρως ● ΣΥΜΠΛ.: ελεύθερα αγαθά: ΟΙΚΟΝ. που είναι διαθέσιμα χωρίς (ή με ελάχιστο) κόστος και υπάρχουν σε αφθονία σε σχέση με τις ανάγκες που καλύπτουν: ~ ~ είναι, π.χ., ο ατμοσφαιρικός αέρας, το ηλιακό φως, το νερό της πηγής και της θάλασσας (φυσικοί πόροι εν γένει). Βλ. οικονομικά αγαθά. , ελεύθερη πρόσβαση: (+ σε) που γίνεται χωρίς περιορισμούς: Έχουν ~ ~ στο διαδίκτυο/στις πληροφορίες. Βάσεις δεδομένων ~ης ~ης., ελεύθερο κάμπινγκ: που δεν είναι οργανωμένο, γίνεται με πρωτοβουλία των κατασκηνωτών, χωρίς πληρωμή., ελευθέρας/ελεύθερης βοσκής βλ. βοσκή, ελεύθερες ρίζες βλ. ρίζα, ελεύθερη αγορά βλ. αγορά, ελεύθερη είσοδος βλ. είσοδος, ελεύθερη ενέργεια (συστήματος) βλ. ενέργεια, ελεύθερη ένωση βλ. ένωση, ελεύθερη ζώνη βλ. ζώνη, ελεύθερη κατάδυση βλ. κατάδυση, ελεύθερη κυκλοφορία βλ. κυκλοφορία, ελεύθερη μετάφραση/απόδοση βλ. μετάφραση, ελεύθερη οικονομία βλ. οικονομία, ελεύθερη πτώση βλ. πτώση, ελεύθερη ραδιοφωνία/τηλεόραση βλ. ραδιοφωνία, ελεύθερο εμπόριο βλ. εμπόριο, ελεύθερο επάγγελμα βλ. επάγγελμα, ελεύθερο λάκτισμα βλ. λάκτισμα, Ελεύθερο Πανεπιστήμιο βλ. πανεπιστήμιο, ελεύθερο σχέδιο βλ. σχέδιο, ελεύθερο χτύπημα βλ. χτύπημα, ελεύθερο ωράριο βλ. ωράριο, ελεύθερο/ανοιχτό λογισμικό βλ. λογισμικό, ελεύθερος ανταγωνισμός βλ. ανταγωνισμός, ελεύθερος επαγγελματίας βλ. επαγγελματίας, ελεύθερος σκοπευτής βλ. σκοπευτής, ελεύθερος στίχος βλ. στίχος, ελεύθερος χρόνος βλ. χρόνος, ελευθέρων ηθών βλ. ήθος, ζώνη ελεύθερων συναλλαγών βλ. ζώνη, σύμφωνο (ελεύθερης) συμβίωσης βλ. συμβίωση ● ΦΡ.: (αφήνω/μένει) το πεδίο/το έδαφος ελεύθερο: δημιουργώ ευνοϊκές συνθήκες για κάποιον ή κάτι: ~ ~ στους ανταγωνιστές/στον αντίπαλο/στους σφετεριστές. Τους αφήνει το πεδίο ~ να δράσουν., (το) ελευθέρας (προφ.) 1. (ειρων.) το ελεύθερο: Έχουν ~ ~ να κάνουν το δικό τους. 2. κάρτα που επιτρέπει τη δωρεάν είσοδο κυρ. σε μουσεία, αρχαιολογικούς χώρους, μέσα συγκοινωνίας και κατ' επέκτ. η ίδια η δωρεάν είσοδος: Λήγει ~ ~ μου., ελεύθερο πουλί βλ. πουλί [< αρχ. ἐλεύθερος, γαλλ. libre, αγγλ. free]

επενδυτικός

επενδυτικός

, ή, ό [ἐπενδυτικός] ε-πεν-δυ-τι-κός επίθ.: ΟΙΚΟΝ. που σχετίζεται με τον επενδυτή ή τις επενδύσεις: ~ός: κίνδυνος/νόμος/όμιλος/σχεδιασμός. ~ή: δραστηριότητα/θέση (της χώρας)/πολιτική/στρατηγική. ~ό: ενδιαφέρον/κεφάλαιο/κλίμα/κοινό/πλάνο/πρόγραμμα. Επιχορηγήσεις για ~ούς σκοπούς. ● ΣΥΜΠΛ.: επενδυτικά αγαθά: αυτά που καθιστούν δυνατή την παραγωγή (κυρ. εγκαταστάσεις, εξοπλισμός, μηχανήματα). Πβ. κεφαλαιουχικά αγαθά. [< γαλλ. biens d'investissement]

καταναλωτικός

καταναλωτικός, ή, ό κα-τα-να-λω-τι-κός επίθ.: που σχετίζεται με την κατανάλωση ή τον καταναλωτή: ~ός: συνεταιρισμός. ~ή: αγορά/δύναμη/ζήτηση/κουλτούρα/μανία/οικονομία/πολιτική/συμπεριφορά/συνείδηση. ~ό: ενδιαφέρον. ~ές: ανάγκες/δαπάνες/οργανώσεις/πρακτικές/προτιμήσεις/συνήθειες/συσκευές/υπηρεσίες. ~ά: είδη/έξοδα/προϊόντα.|| ~ός: τρόπος ζωής. ~ή: μανία/νοοτροπία/τάση/υστερία. ~ό: πνεύμα. ~ά: πρότυπα. Το ~ό μοντέλο/όνειρο. Βλ. υλιστικός, υπερ~.|| Ο άνθρωπος ως ~ό ον. ΑΝΤ. αντικαταναλωτικός ● επίρρ.: καταναλωτικά ● ΣΥΜΠΛ.: καταναλωτικά αγαθά: που αγοράζει το καταναλωτικό κοινό για την ικανοποίηση προσωπικών αναγκών ή επιθυμιών: αναλώσιμα/βασικά/διαρκή (: με μακρά διάρκεια χρήσης, π.χ. ηλεκτρικές συσκευές, έπιπλα) ~ ~. Εμπορία/παραγωγή/πώληση/τιμές ~ών ~ών. [< αγγλ. consumer goods, 1901] , καταναλωτική κοινωνία (αρνητ. συνυποδ.): στην οποία η κατανάλωση αγαθών ανάγεται σε πρωταρχική αξία. Βλ. κοινωνία της αφθονίας., καταναλωτικό δάνειο: που χορηγείται από χρηματοπιστωτικό οργανισμό για αγορά καταναλωτικών αγαθών ή χρήση υπηρεσιών μεγάλης αξίας. Βλ. διακοπο-, εορτο-δάνειο., καταναλωτικό κοινό (περιληπτ.): το σύνολο των καταναλωτών, οι αγοραστές: έμποροι και ~ ~. Επιχειρηματικό και ~ ~., καταναλωτική πίστη βλ. πίστη [< μτγν. καταναλωτικός, αγγλ. consumer, consumption]

κεφαλαιουχικός

κεφαλαιουχικός, ή, ό κε-φα-λαι-ου-χι-κός επίθ.: ΟΙΚΟΝ. κεφαλαιακός: ~ός: εξοπλισμός (: εργοστασιακές εγκαταστάσεις, τεχνικά μέσα). ~ές: επενδύσεις. ● ΣΥΜΠΛ.: κεφαλαιουχικά αγαθά: τα μέσα (κτίρια, μηχανήματα, πρώτες ύλες, καύσιμα) που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή καταναλωτικών αγαθών και υπηρεσιών. Πβ. επενδυτικά αγαθά. [< γαλλ. biens de capital] , κεφαλαιουχικές δαπάνες: έξοδα για την αγορά ή βελτίωση των πάγιων περιουσιακών στοιχείων εταιρείας., κεφαλαιουχική εταιρεία & εταιρεία κεφαλαίου: ΝΟΜ.-ΟΙΚΟΝ. που έχει νομική προσωπικότητα και το κεφάλαιό της είναι διαιρεμένο σε μετοχές (ανώνυμη εταιρεία, εταιρεία περιορισμένης ευθύνης). Βλ. προσωπική εταιρεία. [< γαλλ. société de capitaux]

κόπος

κόποςκό-πος ουσ. (αρσ.) 1. καταβολή έντονης σωματικής ή ψυχικής προσπάθειας και η συνακόλουθη κούραση: υποβλήθηκε στον ~. Κατέβαλε (τον) ~ να … Απαιτείται/χρειάζεται ~ (για) να ... Πήγε στράφι/τζάμπα/χαμένος ο ~ μου. Ύστερα από πολύ ~ο κατάφερε να ... Με μεγάλο ~. Με ~ο και αγώνα/θυσίες/ιδρώτα. Χωρίς ~ο δεν γίνεται τίποτε. Οι ~οι της χρονιάς αποδίδουν καρπούς/δικαιώνονται. Aνταμείβομαι για/απολαμβάνω τους ~ους μου. Δεν φείδεται ~ων και εξόδων, προκειμένου να πετύχει αυτό που θέλει. Πβ. κάματος, μόχθος. 2. (προφ.) σωματική ή πνευματική εργασία και η ανταμοιβή της: Δεν πληρώθηκα τον ~ο μου. Πάρε αυτό/κάτι για τον ~ο σου! Πβ. αμοιβή, μισθός. ● ΣΥΜΠΛ.: άδικος/μάταιος κόπος: χωρίς αποτέλεσμα: Είναι ~ ~ να ασχοληθείς σοβαρά με το θέμα. Πβ. ματαιοπονία. ● ΦΡ.: βάζω (κάποιον) σε κόπο & σε φασαρία (συνήθ. με άρνηση και ως έκφραση ευγένειας) (προφ.): προκαλώ σωματική ή και ψυχική κούραση, ταλαιπωρία: Χαίρομαι να σε φιλοξενώ, δεν με ~εις ~. -Να σας φτιάξω έναν καφέ; -Μη σας βάλω ~., κάνω τον κόπο/μπαίνω σε/στον κόπο (συνήθ. με άρνηση και ως έκφραση ευγένειας) (προφ.): προβαίνω σε ενέργεια, αφιερώνω χρόνο για να κάνω κάτι: Μην κάνεις τον ~ να ... Μην μπαίνετε σε ~. Αν δε σου κάνει κόπο, μου φέρνεις ένα ποτήρι νερό; Δεν μπήκες καν στον ~ να με ενημερώσεις., μετά (πολλών/μυρίων) κόπων και βασάνων (λόγ.) & (προφ.) με κόπους και βάσανα/με χίλια βάσανα: με μεγάλη προσπάθεια, με πολλές δυσκολίες και ταλαιπωρίες: Φτάσαμε ~ ~. ~ ~ κατάφερε τελικά να μπει στο Πανεπιστήμιο. Πβ. με (τα) χίλια (δυο) ζόρια., τα αγαθά κόποις κτώνται (λόγ.): απαιτείται προσπάθεια και κούραση, προκειμένου να επιτευχθεί κάτι καλό., αξίζει τον κόπο βλ. αξίζω [< αρχ. κόπος]

οικονομικός

οικονομικός, ή, ό [οἰκονομικός] οι-κο-νο-μι-κός επίθ. ΟΙΚΟΝ. 1. που αναφέρεται στην οικονομία ή τα οικονομικά: ~ός: απολογισμός/οργανισμός (πβ. τράπεζα)/πόλεμος/προϋπολογισμός/Τύπος/φορέας. ~ή: ανάλυση/ανάπτυξη/ανεξαρτησία/βοήθεια/διάρθρωση/διαφάνεια/διαχείριση/διπλωματία/δυσπραγία/εισφορά/ενημέρωση/εξαθλίωση/εξέλιξη/εξυγίανση/επιστήμη (= οικονομικά)/θεωρία/κρίση/μεταρρύθμιση/πρόοδος/σταθερότητα/συγκυρία/συμφωνία/σύνοδος/ύφεση. ~ό: άνοιγμα/ίδρυμα/κέρδος/κλίμα/κόστος/κραχ/μοντέλο/σκάνδαλο/φόρουμ. ~οί: δείκτες/πόροι. ~ές: δυσκολίες/κυρώσεις/παροχές/συναλλαγές/υπηρεσίες. ~ά: αποτελέσματα/εργαλεία/κίνητρα/συμφέροντα. Εξαμηνιαία/ετήσια ~ή έκθεση του Ομίλου ... ~ή ενίσχυση/στήριξη μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Βρίσκεται σε ~ό αδιέξοδο λόγω χρεών. Περικοπές για ~ούς λόγους. Δημόσια ~ή Υπηρεσία (ακρ. ΔΟΥ). ~ό Επιμελητήριο Ελλάδας (ακρ. ΟΕΕ).|| ~ό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ακρ. ΟΠΑ). ~ά μαθηματικά και στατιστική. Πτυχιούχος ΑΕΙ ~ής κατεύθυνσης. (ως ουσ.) Οι φοιτητές του ~ού.|| (για πρόσ.) ~ός: αναλυτής/διαχειριστής/διευθυντής/ελεγκτής/έφορος. ~ό: επιτελείο (κυβέρνησης)/στέλεχος. Βλ. μακρο~, μικρο~, τεχνο~, χρηματο~. 2. που κοστίζει λίγο, ανέξοδος· που εξοικονομεί ενέργεια: ~ό: γεύμα/εισιτήριο/εστιατόριο/μαγαζί/ξενοδοχείο. ~ές: διακοπές. ~ή λειτουργία εγκατάστασης/συστημάτων ηλεκτρικής ενέργειας. ~ό πακέτο καρτοκινητής τηλεφωνίας. Προσφορά συμφέρουσα από ~ή άποψη. Η ~ότερη λύση/πρόταση της αγοράς για συνεχή πρόσβαση στο ίντερνετ.|| ~ός: κινητήρας/λαμπτήρας. ~ή: συσκευή. ~ό: αυτοκίνητο (: σε κατανάλωση βενζίνης). ΣΥΝ. φτηνός (1) ΑΝΤ. ακριβός (1), αντιοικονομικός, δαπανηρός ● Ουσ.: οικονομικό (το): καθετί που σχετίζεται με χρήματα, το χρηματικό: Έχει τεράστια περιουσία και συνεπώς έχει λύσει το ~ του. Μίλησε στον εργοδότη του για το ~ (: τον μισθό). Δεν την ενδιαφέρει το ~ της υπόθεσης. Το ~ (ενν. πρόβλημα) της χώρας. ● επίρρ.: οικονομικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: αποκλειστική οικονομική ζώνη (ακρ. ΑΟΖ): ΝΟΜ.-ΟΙΚΟΝ. ζώνη θαλάσσιας δικαιοδοσίας και δικαιωμάτων (κυρ. εκμετάλλευση των φυσικών πόρων) των παράκτιων κρατών με εύρος μέχρι 200 ναυτικά μίλια από τις ακτές, που περιλαμβάνει τα ύδατα, τον βυθό και το υπέδαφος της περιοχής της, και αρχίζει μετά το τέλος της αιγιαλίτιδας ζώνης. Βλ. υφαλοκρηπίδα. [< αγγλ. exclusive economic zone, 1975] , οικονομικά αγαθά: τα μέσα για την ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών που είναι αποτέλεσμα της παραγωγικής διαδικασίας και βρίσκονται σε ανεπάρκεια σε σχέση με τις ανάγκες που καλύπτουν: Τα ~ ~ διακρίνονται στα υλικά και τα άυλα αγαθά ή υπηρεσίες. Βλ. διαρκή, ελεύθερα, καταναλωτικά, κεφαλαιουχικά αγαθά., οικονομικά μεγέθη 1. οποιαδήποτε μεταβλητή υπολογίζεται με αριθμητικούς ή ποσοτικούς όρους: εταιρικά/συνοπτικά ~ ~. Βελτιωμένα/μειωμένα εμφανίζονται τα ~ ~ του ομίλου στο εξάμηνο ... Τα ~ ~ της ζώνης του ευρώ. ~ ~ σε επίπεδο χώρας (π.χ. ΑΕΠ, επιτόκια, βλ. μακροοικονομία). 2. {κυρ. στον εν.} οικονομική συσκευασία. [< 2: αγγλ. economy size, 1950] , οικονομικές επιστήμες: όσες μελετούν την παραγωγή, κατανομή, κατανάλωση και διαχείριση αγαθών και υπηρεσιών: Βραβείο Νόμπελ ~ών ~ών. Βλ. μακρο-, μικρο-οικονομία. ΣΥΝ. οικονομικά (2), οικονομολογία [< γαλλ. sciences économiques] , οικονομικές καταστάσεις: πίνακες αναλυτικής παρουσίασης κατά κατηγορία των δεδομένων που περιγράφουν την οικονομική πορεία μιας εταιρείας σε ορισμένη χρονική περίοδο, οι οποίοι δημοσιεύονται συγκεντρωτικά για τη διεξοδική ενημέρωση των επενδυτών: ενδιάμεσες/ενοποιημένες/εξαμηνιαίες/ετήσιες/περιοδικές/συνοπτικές/τριμηνιαίες ~ ~. Βλ. επαναδημοσίευση, ισολογισμός, οικονομικά στοιχεία και πληροφορίες., οικονομική γεωγραφία: ΓΕΩΓΡ. κλάδος που μελετά και αναλύει τα τεχνικά, κοινωνικοπολιτικά και οικονομικά στοιχεία του γεωγραφικού χώρου, καθώς και τη σχέση που διαμορφώνεται μεταξύ του φυσικού περιβάλλοντος και του ανθρώπινου παράγοντα· το αντίστοιχο διδασκόμενο μάθημα. Βλ. ανθρωπογεωγραφία. [< αγγλ. economic geography] , οικονομική ελευθερία: το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της συμμετοχής σε οικονομικές συναλλαγές, χωρίς κυβερνητικές παρεμβάσεις ή άλλους εξωτερικούς παράγοντες., οικονομική θέση 1. & τουριστική θέση: χώρος σε Μέσα Μαζικής Μεταφοράς (αεροπλάνα, πλοία, τρένα), όπου οι επιβάτες εξασφαλίζουν θέση με φθηνότερο εισιτήριο: εισιτήριο/κάθισμα/καμπίνα ~ής ~ης. ΑΝΤ. διακεκριμένη θέση 2. οικονομική κατάσταση: Βρίσκεται σε δύσκολη ~ ~. Σε δεινή ~ ~ περιήλθε ο Όμιλος ... [< 1: αγγλ. economy class, γαλλ. classe économique] , οικονομική μονάδα: κάθε οργανωμένο σύνολο προσώπων και στοιχείων που καθιστούν δυνατή την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας: Δύο αντιπροσωπευτικές ~ές ~ες είναι το νοικοκυριό και η επιχείρηση. [< αγγλ. economic unit] , οικονομική πολιτική: σύνολο μέτρων και αποφάσεων που λαμβάνονται σε κυβερνητικό συνήθ. επίπεδο για τον καθορισμό συγκεκριμένης πορείας στον τομέα της οικονομίας και την επίτευξη οικονομικών στόχων: εθνική/εξωτερική/εσωτερική/κοινοτική/περιοριστική ~ ~. Αλλαγή/χάραξη ~ής ~ής. Σφιχτή ~ ~ για μείωση του ελλείμματος.|| ~ ~ της εταιρείας., οικονομική συσκευασία: συσκευασία προϊόντος που είναι μεγαλύτερη σε μέγεθος ή ποσότητα από τη συμβατική, αλλά φτηνότερη αναλογικά. Βλ. οικογενειακό μέγεθος., Οικονομικό Δίκαιο: ΝΟΜ. οι κανόνες που ρυθμίζουν τις οικονομικές σχέσεις και δραστηριότητες: διοικητικό ~ ~. Κέντρο Διεθνούς και Ευρωπαϊκού ~ού ~ου., οικονομικό έγκλημα: ΝΟΜ.-ΟΙΚΟΝ. κάθε παράνομη οικονομική δραστηριότητα (όπως φοροδιαφυγή, υπεξαίρεση χρημάτων): διεθνές/ηλεκτρονικό/οργανωμένο ~ ~. Βλ. ΣΔΟΕ., οικονομικό σύστημα (το): κάθε σύνολο κανόνων στα πλαίσια μιας κοινωνίας που ρυθμίζουν την παραγωγή, κατανομή και κατανάλωση αγαθών: διεθνές/ευρωπαϊκό/φιλελεύθερο ~ ~. Το ~ ~ του καπιταλισμού., οικονομικοί μετανάστες/πρόσφυγες: πρόσωπα που εγκαταλείπουν τη χώρα τους σε αναζήτηση εργασίας και καλύτερου βιοτικού επίπεδου: νόμιμοι/παράνομοι ~ ~.|| Εσωτερικοί ~ ~. Βλ. ευπαθείς (κοινωνικά) ομάδες. [< αγγλ. economic migrants/refugees] , οικονομικός κύκλος: περιοδική, επαναλαμβανόμενη διακύμανση ύφεσης-ανάκαμψης της οικονομικής δραστηριότητας: Ανοδική/πτωτική φάση ~ού ~ου. Βραχυχρόνιοι/μακροχρόνιοι/μεσοχρόνιοι ~οί ~οι. [< αγγλ. business/economic cycle] , οικονομικός παράγοντας 1. οτιδήποτε επηρεάζει μια κατάσταση από οικονομικής πλευράς: Ο τουρισμός αποτελεί ζωτικό/σημαντικό ~ό ~α ανάπτυξης του νησιού. 2. πρόσωπο που έχει ισχυρή θέση και ασκεί επιρροή στον επιχειρηματικό κόσμο: κορυφαίος/σημαίνων/τοπικός ~ ~. ~οί ~ες και διαχειριστές μεγάλων κεφαλαίων., οικονομικός/κεντρικός προγραμματισμός/σχεδιασμός: η επίδραση της κεντρικής εξουσίας ενός κράτους ή συνόλου κρατών στη λήψη αποφάσεων καθοριστικής σημασίας στον οικονομικό τομέα., Ευρωπαϊκός Οικονομικός Χώρος βλ. ευρωπαϊκός, οικονομικά στοιχεία και πληροφορίες βλ. στοιχείο, οικονομική ανάπτυξη βλ. ανάπτυξη, οικονομική βία βλ. βία, Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ) βλ. ένωση, οικονομική μεγέθυνση βλ. μεγέθυνση, οικονομικό αντικείμενο βλ. αντικείμενο, οικονομικό έτος βλ. έτος, σύνδρομο οικονομικής θέσης βλ. σύνδρομο [< αρχ. οἰκονομικός, γαλλ. économique, αγγλ. economic]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.