αγαθοεργία [ἀγαθοεργία] α-γα-θο-ερ-γί-α ουσ. (θηλ.): προσφορά βοήθειας προς όφελος του κοινωνικού συνόλου· φιλανθρωπική πράξη: Δωρεά ως ένδειξη ~ας. Επιδίδεται σε ~ες. Ευεργεσίες και ~ες. Δαπάνησε την περιουσία της/διέθεσε τα χρήματά του σε κάθε είδους ~ες. Πβ. ευποιία. Βλ. ελεημοσύνη, ηθική ικανοποίηση. [< αρχ. ἀγαθοεργία]
ελεημοσύνη
ελεημοσύνη[ἐλεημοσύνη] ε-λε-η-μο-σύ-νη ουσ. (θηλ.) 1. υλική βοήθεια που προσφέρεται σε όσους έχουν ανάγκη· κάθε οικονομική παροχή: Δίνω/κάνω ~/~ες (= ελεώ). Ζητούν ~ (= επαιτούν, ζητιανεύουν). Έχει απλωμένο το χέρι/ικετεύει/παρακαλά για ~. Ζει από ~ες. Πβ. ψυχικό.|| (ειρων.) Βοηθήματα/επιδόματα ~ης. Δεν θέλει/δεν χρειάζεται ~ες. Με ψίχουλα και ~ες δεν διορθώνεται η κατάσταση.2. έκφραση αγάπης, συμπόνιας και συμπαράστασης σε άπορους και γενικότ. δυστυχείς: φιλανθρωπία και ~. Δείχνουν ~. Πβ. έλεος, φιλευσπλαχνία. Βλ. αγαθοεργία, -οσύνη. [< μτγν. ἐλεημοσύνη]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.