Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αγαθοεργία [ἀγαθοεργία] α-γα-θο-ερ-γί-α ουσ. (θηλ.): προσφορά βοήθειας προς όφελος του κοινωνικού συνόλου· φιλανθρωπική πράξη: Δωρεά ως ένδειξη ~ας. Επιδίδεται σε ~ες. Ευεργεσίες και ~ες. Δαπάνησε την περιουσία της/διέθεσε τα χρήματά του σε κάθε είδους ~ες. Πβ. ευποιία. Βλ. ελεημοσύνη, ηθική ικανοποίηση. [< αρχ. ἀγαθοεργία]

ελεημοσύνη

ελεημοσύνη[ἐλεημοσύνη] ε-λε-η-μο-σύ-νη ουσ. (θηλ.) 1. υλική βοήθεια που προσφέρεται σε όσους έχουν ανάγκη· κάθε οικονομική παροχή: Δίνω/κάνω ~/~ες (= ελεώ). Ζητούν ~ (= επαιτούν, ζητιανεύουν). Έχει απλωμένο το χέρι/ικετεύει/παρακαλά για ~. Ζει από ~ες. Πβ. ψυχικό.|| (ειρων.) Βοηθήματα/επιδόματα ~ης. Δεν θέλει/δεν χρειάζεται ~ες. Με ψίχουλα και ~ες δεν διορθώνεται η κατάσταση. 2. έκφραση αγάπης, συμπόνιας και συμπαράστασης σε άπορους και γενικότ. δυστυχείς: φιλανθρωπία και ~. Δείχνουν ~. Πβ. έλεος, φιλευσπλαχνία. Βλ. αγαθοεργία, -οσύνη. [< μτγν. ἐλεημοσύνη]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.