Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αγαθοεργός , ή/ός, ό [ἀγαθοεργός] α-γα-θο-ερ-γός επίθ. (επίσ.): που σχετίζεται με την αγαθοεργία, φιλανθρωπικός, ευεργετικός: ~ός: σκοπός. ~ή/~ός: αδελφότητα/δράση. ~ό: ίδρυμα (ΣΥΝ. ευαγές)/κατάστημα (: άσυλο ανιάτων, γηρο-, πτωχο-κομείο, ορφανοτροφείο)/σωματείο. Νοσοκομείο ~ού πρωτοβουλίας. ΣΥΝ. αγαθοποιός [< μτγν. ἀγαθοεργός]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.