Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 9 εγγραφές  [0-9]


  • αγαθό [ἀγαθό] α-γα-θό ουσ. (ουδ.) 1. ό,τι έχει κυρ. πνευματική ή ηθική σημασία, αδιαπραγμάτευτη αξία: κοινωνικό/μορφωτικό/πολιτιστικό ~. Το ~ της δημοκρατίας/ειρήνης/ελευθερίας/ζωής. Η υγεία είναι το πολυτιμότερο ~. 2. ΦΙΛΟΣ. το καλό, κάθε υπέρτατη αξία: Το απόλυτο ~. Στη σωκρατική φιλοσοφία κυρίαρχη θέση έχει η κατάκτηση του ~ού. Αρετές που στοχεύουν στο ~.|| (ΘΕΟΛ.) Το ύψιστο χριστιανικό ~ είναι η αγάπη. ● ΣΥΜΠΛ.: έννομα αγαθά βλ. έννομος ● ΦΡ.: επ' αγαθώ [ἐπ' ἀγαθῷ] (επίσ.): προς όφελος, για το καλό: Η συνεργασία θα αποβεί ~ ~ της εταιρείας. Διακρατικές διαβουλεύσεις ~ ~ της χώρας. Πβ. επ' ωφελεία. [< αρχ. ἀγαθόν]
  • αγαθο- & αγαθό- & αγαθ-: το επίθετο αγαθός ή το ουσιαστικό αγαθό ως α' συνθετικό λέξεων: αγαθό-πιστος/~ψυχος. Βλ. καλό-.|| Αγαθο-εργία/~ποιός.|| Αγαθ-οσύνη.|| (συχνά μειωτ.) Αγαθ-ιάρης.
  • αγαθοεργία [ἀγαθοεργία] α-γα-θο-ερ-γί-α ουσ. (θηλ.): προσφορά βοήθειας προς όφελος του κοινωνικού συνόλου· φιλανθρωπική πράξη: Δωρεά ως ένδειξη ~ας. Επιδίδεται σε ~ες. Ευεργεσίες και ~ες. Δαπάνησε την περιουσία της/διέθεσε τα χρήματά του σε κάθε είδους ~ες. Πβ. ευποιία. Βλ. ελεημοσύνη, ηθική ικανοποίηση. [< αρχ. ἀγαθοεργία]
  • αγαθοεργός , ή/ός, ό [ἀγαθοεργός] α-γα-θο-ερ-γός επίθ. (επίσ.): που σχετίζεται με την αγαθοεργία, φιλανθρωπικός, ευεργετικός: ~ός: σκοπός. ~ή/~ός: αδελφότητα/δράση. ~ό: ίδρυμα (ΣΥΝ. ευαγές)/κατάστημα (: άσυλο ανιάτων, γηρο-, πτωχο-κομείο, ορφανοτροφείο)/σωματείο. Νοσοκομείο ~ού πρωτοβουλίας. ΣΥΝ. αγαθοποιός [< μτγν. ἀγαθοεργός]
  • αγαθοποιία [ἀγαθοποιία] α-γα-θο-ποι-ί-α ουσ. (θηλ.) (σπάν.-λόγ.): αγαθοεργία. Βλ. -ποιία. [< μτγν. ἀγαθοποιΐα]
  • αγαθοποιός , ός, ό [ἀγαθοποιός] α-γα-θο-ποι-ός επίθ. (λόγ.): που έχει ευεργετικό αποτέλεσμα, που ενεργεί ευεργετικά: ~ός: ρόλος. ~ός: δράση/φύση. ~ό: έργο/πνεύμα. Πβ. αγαθοεργός. Βλ. -ποιός. ΑΝΤ. κακοποιός (2) [< μτγν. ἀγαθοποιός]
  • αγαθός , ή, ό [ἀγαθός] α-γα-θός επίθ. 1. καλός, ενάρετος, αγνός, αθώος: ~ός: άνθρωπος/σκοπός. ~ή: βούληση/διάθεση/έκφραση/εντύπωση/πράξη/προαίρεση/ψυχή. ~ό: πνεύμα/χαμόγελο. ~ές: σχέσεις. ~ά: αισθήματα. Κάνω κάτι από ~ή πρόθεση.|| (ΘΕΟΛ.) Ο Θεός είναι ~ (πβ. παν-, υπερ-άγαθος). ΣΥΝ. χρηστός 2. (συνήθ. μειωτ.) αφελής και καλόπιστος: ~ό ανθρωπάκι. Πβ. απονήρευτος. ΣΥΝ. αγαθιάρης ● Υποκ.: αγαθούλης , α, -ικο/-ι: λιγάκι αφελής. ΣΥΝ. αγαθιάρης, αγαθούτσικος , η/ια, ο (σπάν.): στη σημ. 2. ● ΣΥΜΠΛ.: αγαθός γίγαντας (μτφ.): (συνήθ. για αθλητές του μπάσκετ και της άρσης βαρών) μεγαλόσωμος και καλόψυχος. ● ΦΡ.: τύχη αγαθή βλ. τύχη [< 1: αρχ. ἀγαθός 2: μεσν. αγαθός]
  • αγαθοσύνη [ἀγαθοσύνη] α-γα-θο-σύ-νη ουσ. (θηλ.) (λόγ., κυρ. σε εκκλησιαστικά κείμενα): καλοσύνη, χρηστότητα: θεία ~. ~, αρετή και πραότητα. Μεγαλείο ~ης. Πβ. αγαθότητα. Βλ. -οσύνη. [< μτγν. ἀγαθωσύνη]
  • αγαθότητα [ἀγαθότητα] α-γα-θό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (λόγ., συνήθ. για τον Θεό): η ιδιότητα του αγαθού, καλοσύνη, αγαθοσύνη: άκρα/άμετρη/άπειρη/απέραντη/απόλυτη/υπέρτατη ~. Η ~ των προθέσεών του/της ψυχής της. Βλ. -ότητα. [< μτγν. ἀγαθότης]

ελεημοσύνη

ελεημοσύνη [ἐλεημοσύνη] ε-λε-η-μο-σύ-νη ουσ. (θηλ.) 1. υλική βοήθεια που προσφέρεται σε όσους έχουν ανάγκη· κάθε οικονομική παροχή: Δίνω/κάνω ~/~ες (= ελεώ). Ζητούν ~ (= επαιτούν, ζητιανεύουν). Έχει απλωμένο το χέρι/ικετεύει/παρακαλά για ~. Ζει από ~ες. Πβ. ψυχικό.|| (ειρων.) Βοηθήματα/επιδόματα ~ης. Δεν θέλει/δεν χρειάζεται ~ες. Με ψίχουλα και ~ες δεν διορθώνεται η κατάσταση. 2. έκφραση αγάπης, συμπόνιας και συμπαράστασης σε άπορους και γενικότ. δυστυχείς: φιλανθρωπία και ~. Δείχνουν ~. Πβ. έλεος, φιλευσπλαχνία. Βλ. αγαθοεργία, -οσύνη. [< μτγν. ἐλεημοσύνη]

έννομος

έννομος, η/ος, ο [ἔννομος] έν-νο-μος επίθ.: ΝΟΜ. που γίνεται σύμφωνα με τον νόμο, τον ακολουθεί ή καθορίζεται από αυτόν: ~η: σχέση/υποχρέωση. ~ο: κράτος. ~ες: συνέπειες. ~α: αποτελέσματα/δικαιώματα/μέσα. ΣΥΝ. νόμιμος, σύννομος ΑΝΤ. έκνομος, παράνομος ● επίρρ.: έννομα & (λόγ.) εννόμως ● ΣΥΜΠΛ.: έννομα αγαθά: που τα προστατεύει το δίκαιο, ο νόμος: ~ ~ του ατόμου (: ζωή, σωματική ακεραιότητα και υγεία, περιουσία, ιδιοκτησία, ελευθερία). ~ ~ της ολότητας (: ομαλή λειτουργία της δικαιοσύνης, πολίτευμα και εδαφική ακεραιότητα της χώρας, προστασία του περιβάλλοντος)., έννομη τάξη & (λόγ.) έννομος τάξη: οι κανόνες δικαίου: διεθνής/εσωτερική/ευρωπαϊκή/κοινοτική ~ ~. Αποκατάσταση/διασάλευση/διαφύλαξη/κατάργηση/προστασία της ~ης ~ης. [< γαλλ. ordre juridique] , έννομη προστασία βλ. προστασία, έννομο συμφέρον βλ. συμφέρον [< αρχ. ἔννομος]

καλο- & καλό- & καλ-

καλο- & καλό- & καλ-: α’ συνθετικό λέξεων με τη σημασία του καλού, σωστού, επαρκούς ή εύκολου: καλό-πιστος/~τυχος. Καλ-αίσθητος.|| Καλο-γραμμένος/~δουλεμένος/~μαγειρεμένος.|| Καλο-εξετάζω/~ξημέρωσε (= ξημέρωσε για τα καλά)/~πληρώνω. (Δεν) καλο-βλέπω. Καλο-θρεμμένος. Βλ. παρα-, πολυ-.|| Kαλό-βολος/~πιοτος (πβ. γλυκό-).|| (συνήθ. με αρνητ. συνυποδ.) Καλο-μαθημένος. ΑΝΤ. κακο-

-οσύνη

-οσύνη {σπάν. στον πληθ.} επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: ανδρει~ (βλ. -εία)/αξι~ (πβ. -ότητα)/δικαι~/εμπιστ~/ευγνωμ~/καλ~/μετριοφρ~.|| Ασχετ~ (πβ. -ίλα)/ατσαλ~ (πβ. -ιά)/εξαλλ~/ισχυρογνωμ~.|| Πραγματογνωμ~. 2. (περιληπτ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: λογι~. Χριστιαν~.

-ότητα

-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]

-ποιία

-ποιία (λόγ.) επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει 1. παραγωγή ή επεξεργασία συγκεκριμένου προϊόντος και τη σχετική βιοτεχνία: αρτο~/ζαχαρο~ (πβ. -πλαστική).|| Γυψο~.|| Eπιπλο~/υποδηματο~.|| (μτφ.) Παιδο~/τεκνο~. 2. σύνολο ιστοριών, γεγονότων: μυθο~. Πβ. -πλασία.|| (μτφ.) Επο~.

-ποιός

-ποιός (λόγ.) επίθημα αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών∙ δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο πρόσωπο 1. κατασκευάζει, παράγει συγκεκριμένο προϊόν: κεραμο~. 2. δημιουργεί ή προκαλεί ό,τι εκφράζει το θέμα: θαυματο~. Γελωτο~.|| (σπανιότ. σε επίθ.) Αγαθο~. Πβ. -εργός.

τύχη

τύχη τύ-χη ουσ. (θηλ.) 1. σύμπτωση ευνοϊκών καταστάσεων: Με λίγη ~ θα κερδίσουμε. Η ~ του βρίσκεται στα χέρια (+γεν.) … Δεν είχε ~ στη ζωή του. Είναι ζήτημα ~ης αν θα τα καταφέρει.|| (στα τυχερά παιχνίδια:) Έχει μεγάλη ~ σήμερα (πβ. φάρδος, ΑΝΤ. γκίνια).|| (ως ευχή:) Καλή ~! Πβ. καλοτυχία. ΑΝΤ. ατυχία (1), γκαντεμιά, κακοτυχία 2. οτιδήποτε καθορίζει θετικά ή αρνητικά την εξέλιξη γεγονότων, χωρίς να έχει προβλεφθεί· μοίρα, πεπρωμένο: Έτσι τα έφερε/τα ΄φερε η ~. Αναζήτησε καλύτερη ~ στο εξωτερικό. Η ~ ευνοεί τους τολμηρούς. Τον εγκατέλειψε η ~ του. Πβ. γραφτό, ειμαρμένη, ριζικό. ΣΥΝ. τυχερό (1) 3. ό,τι σχετίζεται με το μέλλον ή τη μετέπειτα εξέλιξη κάποιου: οι ~ες των ανθρώπινων κοινωνιών. Εντείνεται η ανησυχία για την ~ των αμάχων. Συγκεχυμένες είναι οι πληροφορίες για την ~ των αγνοουμένων.|| (για πράγμα) Αγνοείται η ~ των έργων τέχνης που εκλάπησαν. ● ΣΥΜΠΛ.: ο τροχός της τύχης βλ. τροχός, πείραμα τύχης βλ. πείραμα ● ΦΡ.: από (καθαρή) τύχη: χάρη σε τυχαίο γεγονός ή ευνοϊκή συγκυρία: ~ ~ δεν υπήρξαν θύματα. Επέζησε/σώθηκε ~ ~. Πβ. ως εκ θαύματος., αφήνω/εγκαταλείπω/παρατώ κάποιον/κάτι στην τύχη/στη μοίρα του: δεν νοιάζομαι για κάποιον ή κάτι, αδιαφορώ πλήρως για αυτό(ν): Είχε αφήσει/εγκαταλείψει/παρατήσει ~ του τον άρρωστο πατέρα της. Πβ. αφήνω κάποιον στη δυστυχία του., για καλή/για κακή μου τύχη: (σε αφήγηση) ευτυχώς/δυστυχώς για μένα: Για καλή ~, είχα εξαιρετικούς καθηγητές. Για κακή ~ με έκλεψαν., δεν έχει τύχη: δεν πρόκειται να πετύχει καλά αποτελέσματα, να έχει θετική κατάληξη: Η ομάδα ~ ~ στον τελικό. Με τόσο συντηρητικές απόψεις δεν ~εις ~., δοκιμάζω την τύχη μου: ριψοκινδυνεύω: Δεν είναι σίγουρος για το αποτέλεσμα, αλλά θα ~σει ~ του., έχω την τύχη με το μέρος μου: έχω την εύνοια της τύχης, είμαι καλότυχος: Όλα καλά του πάνε, έχει ~ ~ του!, η τύχη μού γελάει/μού χαμογελάει: αποδεικνύομαι τυχερός: Τόσα χρόνια ζούσε με μεροκάματα, αλλά του χαμογέλασε η τύχη και κέρδισε το λαχείο., η τύχη μού γυρίζει την πλάτη: είμαι κακότυχος: Ενώ όλα πήγαιναν μια χαρά, ξαφνικά η τύχη τού γύρισε ~. Η τύχη γύρισε την πλάτη στην ομάδα., κάνω/βρίσκω την τύχη μου: μου τυχαίνει κάτι καλό και πετυχαίνω, πλουτίζω: Έκανε/βρήκε ~ του στο εξωτερικό., κατά τύχη: τυχαία, συμπτωματικά: Βρέθηκε στην περιοχή ~ ~., κοινή γαρ η τύχη και το μέλλον αόρατο (γνωμ.): όλοι μπορεί να βρεθούν στην ίδια θέση, καθώς η έκβαση των πραγμάτων δεν μπορεί να προκαθοριστεί., κρατώ στα χέρια μου την τύχη κάποιου: καθορίζω, κατευθύνω τη ζωή του., πού τέτοια τύχη! & (σπάν.) χάρη: για να δηλωθεί ότι κάτι δεν μπορεί να γίνει, παρόλο που θα ήταν επιθυμητό: Ήλπιζα ότι θα έβρισκα εισιτήρια, αλλά ~ ~! -Ήρθε; -Μπα! ~ ~! Πβ. πού τέτοιο πρά(γ)μα!, στην τύχη: χωρίς πλάνο, όπως να ’ναι: Αγοράζει/διαλέγει/επιλέγει ~ ~. ΣΥΝ. απλώς/εική και ως έτυχε, στα κουτουρού, στα τυφλά (1), την τύχη/το κέρατό μου μέσα (αργκό-υβριστ.): για να δηλωθεί έντονη αγανάκτηση., τύχη αγαθή [τύχῃ ἀγαθῇ] (λόγ.): κατά καλή τύχη: ~ ~ (: ευτυχώς) αποφεύχθηκε το μοιραίο.|| (επίσ.) ~ ~ έδοξε τη Ακαδημία Αθηνών ..., ακολουθεί τη μοίρα/την τύχη κάποιου βλ. ακολουθώ, αν έχεις τύχη διάβαινε και ριζικό περπάτει βλ. διαβαίνω, ανοίγει η τύχη μου βλ. ανοίγω, αφήνω (κάτι) στην τύχη βλ. αφήνω, γαμώ την τύχη/το φελέκι μου βλ. φελέκι, είμαι άξιος της μοίρας/της τύχης μου βλ. άξιος, ειρωνεία της τύχης βλ. ειρωνεία, ένωσαν τις τύχες τους βλ. ενώνω, έτσι το θέλησε η μοίρα/ο Θεός/η τύχη βλ. θέλω, η τύχη του πρωτάρη βλ. πρωτάρης, πρωτάρα, κοιμάται κι η τύχη του δουλεύει βλ. κοιμάμαι, μίλησε με την τύχη (του) βλ. μιλώ, τύχη βουνό βλ. βουνό [< 1,2: αρχ. τύχη 3: γαλλ. sort]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.