-οσύνη {σπάν. στον πληθ.} επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: ανδρει~ (βλ. -εία)/αξι~ (πβ. -ότητα)/δικαι~/εμπιστ~/ευγνωμ~/καλ~/μετριοφρ~.|| Ασχετ~ (πβ. -ίλα)/ατσαλ~ (πβ. -ιά)/εξαλλ~/ισχυρογνωμ~.|| Πραγματογνωμ~.2. (περιληπτ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: λογι~. Χριστιαν~.
τύχη
τύχη τύ-χη ουσ. (θηλ.) 1. σύμπτωση ευνοϊκών καταστάσεων: Με λίγη ~ θα κερδίσουμε. Η ~ του βρίσκεται στα χέρια (+γεν.) … Δεν είχε ~ στη ζωή του. Είναι ζήτημα ~ης αν θα τα καταφέρει.|| (στα τυχερά παιχνίδια:) Έχει μεγάλη ~ σήμερα (πβ. φάρδος, ΑΝΤ. γκίνια).|| (ως ευχή:) Καλή ~! Πβ. καλοτυχία. ΑΝΤ. ατυχία (1), γκαντεμιά, κακοτυχία 2. οτιδήποτε καθορίζει θετικά ή αρνητικά την εξέλιξη γεγονότων, χωρίς να έχει προβλεφθεί· μοίρα, πεπρωμένο: Έτσι τα έφερε/τα ΄φερε η ~. Αναζήτησε καλύτερη ~ στο εξωτερικό. Η ~ ευνοεί τους τολμηρούς. Τον εγκατέλειψε η ~ του. Πβ. γραφτό, ειμαρμένη, ριζικό. ΣΥΝ. τυχερό (1) 3. ό,τι σχετίζεται με το μέλλον ή τη μετέπειτα εξέλιξη κάποιου: οι ~ες των ανθρώπινων κοινωνιών. Εντείνεται η ανησυχία για την ~ των αμάχων. Συγκεχυμένες είναι οι πληροφορίες για την ~ των αγνοουμένων.|| (για πράγμα) Αγνοείται η ~ των έργων τέχνης που εκλάπησαν. ● ΣΥΜΠΛ.: ο τροχός της τύχης βλ. τροχός, πείραμα τύχης βλ. πείραμα ● ΦΡ.: από (καθαρή) τύχη: χάρη σε τυχαίο γεγονός ή ευνοϊκή συγκυρία: ~ ~ δεν υπήρξαν θύματα. Επέζησε/σώθηκε ~ ~. Πβ. ως εκ θαύματος., αφήνω/εγκαταλείπω/παρατώ κάποιον/κάτι στην τύχη/στη μοίρα του: δεν νοιάζομαι για κάποιον ή κάτι, αδιαφορώ πλήρως για αυτό(ν): Είχε αφήσει/εγκαταλείψει/παρατήσει ~ του τον άρρωστο πατέρα της. Πβ. αφήνω κάποιον στη δυστυχία του., για καλή/για κακή μου τύχη: (σε αφήγηση) ευτυχώς/δυστυχώς για μένα: Για καλή ~, είχα εξαιρετικούς καθηγητές. Για κακή ~ με έκλεψαν., δεν έχει τύχη: δεν πρόκειται να πετύχει καλά αποτελέσματα, να έχει θετική κατάληξη: Η ομάδα ~ ~ στον τελικό. Με τόσο συντηρητικές απόψεις δεν ~εις ~., δοκιμάζω την τύχη μου: ριψοκινδυνεύω: Δεν είναι σίγουρος για το αποτέλεσμα, αλλά θα ~σει ~ του., έχω την τύχη με το μέρος μου: έχω την εύνοια της τύχης, είμαι καλότυχος: Όλα καλά του πάνε, έχει ~ ~ του!, η τύχη μού γελάει/μού χαμογελάει: αποδεικνύομαι τυχερός: Τόσα χρόνια ζούσε με μεροκάματα, αλλά του χαμογέλασε η τύχη και κέρδισε το λαχείο., η τύχη μού γυρίζει την πλάτη: είμαι κακότυχος: Ενώ όλα πήγαιναν μια χαρά, ξαφνικά η τύχη τού γύρισε ~. Η τύχη γύρισε την πλάτη στην ομάδα., κάνω/βρίσκω την τύχη μου: μου τυχαίνει κάτι καλό και πετυχαίνω, πλουτίζω: Έκανε/βρήκε ~ του στο εξωτερικό., κατά τύχη: τυχαία, συμπτωματικά: Βρέθηκε στην περιοχή ~ ~., κοινή γαρ η τύχη και το μέλλον αόρατο (γνωμ.): όλοι μπορεί να βρεθούν στην ίδια θέση, καθώς η έκβαση των πραγμάτων δεν μπορεί να προκαθοριστεί., κρατώ στα χέρια μου την τύχη κάποιου: καθορίζω, κατευθύνω τη ζωή του., πού τέτοια τύχη! & (σπάν.) χάρη: για να δηλωθεί ότι κάτι δεν μπορεί να γίνει, παρόλο που θα ήταν επιθυμητό: Ήλπιζα ότι θα έβρισκα εισιτήρια, αλλά ~ ~! -Ήρθε; -Μπα! ~ ~! Πβ. πού τέτοιο πρά(γ)μα!, στην τύχη: χωρίς πλάνο, όπως να ’ναι: Αγοράζει/διαλέγει/επιλέγει ~ ~. ΣΥΝ. απλώς/εική και ως έτυχε, στα κουτουρού, στα τυφλά (1), την τύχη/το κέρατό μου μέσα (αργκό-υβριστ.): για να δηλωθεί έντονη αγανάκτηση., τύχη αγαθή [τύχῃ ἀγαθῇ] (λόγ.): κατά καλή τύχη: ~ ~ (: ευτυχώς) αποφεύχθηκε το μοιραίο.|| (επίσ.) ~ ~ έδοξε τη Ακαδημία Αθηνών ..., ακολουθεί τη μοίρα/την τύχη κάποιου βλ. ακολουθώ, αν έχεις τύχη διάβαινε και ριζικό περπάτει βλ. διαβαίνω, ανοίγει η τύχη μου βλ. ανοίγω, αφήνω (κάτι) στην τύχη βλ. αφήνω, γαμώ την τύχη/το φελέκι μου βλ. φελέκι, είμαι άξιος της μοίρας/της τύχης μου βλ. άξιος, ειρωνεία της τύχης βλ. ειρωνεία, ένωσαν τις τύχες τους βλ. ενώνω, έτσι το θέλησε η μοίρα/ο Θεός/η τύχη βλ. θέλω, η τύχη του πρωτάρη βλ. πρωτάρης, πρωτάρα, κοιμάται κι η τύχη του δουλεύει βλ. κοιμάμαι, μίλησε με την τύχη (του) βλ. μιλώ, τύχη βουνό βλ. βουνό [< 1,2: αρχ. τύχη 3: γαλλ. sort]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.