Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αγαλαξία [ἀγαλαξία] α-γα-λα-ξί-α ουσ. (θηλ.) & αγαλακτία: ΙΑΤΡ. απουσία ή διακοπή παραγωγής μητρικού γάλακτος κατά την περίοδο του θηλασμού: επιλόχεια ~. ● ΣΥΜΠΛ.: λοιμώδης αγαλαξία: ΚΤΗΝ. ασθένεια των αιγοπροβάτων. [< γαλλ. agalactie/agalaxie contagieuse] [< αρχ. ἀγαλαξία, ἀγαλακτία, γαλλ. agalactie, agalaxie, αγγλ. agalaxy, agalactia]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.