Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αγαλλίαση [ἀγαλλίαση] α-γαλ-λί-α-ση ουσ. (θηλ.) {-ης (λόγ.) -άσεως}: αίσθημα μεγάλης χαράς και ψυχικής ευφορίας: ανέκφραστη/άφατη/εσωτερική/ιερή/μουσική ~. Η ~ του πνεύματος. Αισθάνομαι/νιώθω/σκορπίζω ~. Κοιτάζω με ~. Ατμόσφαιρα/βλέμμα/ξέσπασμα/πηγή/φωνές/χαμόγελο ~ης. Η καρδιά του γέμισε/ξεχείλισε/ρίγησε/σκίρτησε από ~. Ονειροπολεί γεμάτος ~. Με διακατέχει/πλημμυρίζει απέραντη ~. ● ΦΡ.: χαρά και αγαλλίαση (εμφατ.): Τα πρόσωπά τους λάμπουν από ~ ~. Το Πάσχα είναι γιορτή ~άς και ~ης. [< μτγν. ἀγαλλίασις]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.