αγαλματάκι [ἀγαλματάκι] α-γαλ-μα-τά-κι ουσ. (ουδ.) (υποκ.): μικρό άγαλμα: κρυστάλλινο/συλλεκτικό ~.|| Απέσπασε/κέρδισε/πήρε το χρυσό ~ (: μικρό άγαλμα που απονέμεται ως βραβείο).|| (ΑΡΧΑΙΟΛ.) ~ αίγαγρου. Πβ. αγαλματίδιο, αγαλμάτιο. ● ΦΡ.: αγαλματάκια/στρατιωτάκια ακούνητα, αμίλητα, αγέλαστα βλ. ακούνητος
ακούνητος
ακούνητος, η, ο [ἀκούνητος] α-κού-νη-τος επίθ. (λαϊκό): που δεν κουνιέται, δεν κουνήθηκε ή δεν μπορεί να κουνηθεί: ~ο: βλέμμα. ~ο: έπιπλο (= αμετακίνητο, π.χ. λόγω βάρους). Κάθομαι/στέκομαι ~. Μείνε ~ (= ακίνητος)!|| Παρέμειναν ~οι στις καλοπληρωμένες θέσεις τους. Πβ. αμετακίνητος, ασάλευτος. ● ΦΡ.: αγαλματάκια/στρατιωτάκια ακούνητα, αμίλητα, αγέλαστα1. (μτφ.) για πειθήνια όργανα: Καθόταν αγαλματάκι ~ο και περίμενε διαταγές.2. ομαδικό παιδικό παιχνίδι: ~ ~ μέρα ή νύχτα;
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.