Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αγανάκτηση [ἀγανάκτηση] α-γα-νά-κτη-ση ουσ. (θηλ.) {-ης (λόγ.) -ήσεως} & (προφ.) αγανάχτηση: έντονη δυσαρέσκεια, δυσφορία λόγω αδικίας, προσβολής ή ανηθικότητας: βαθιά/γενική/διάχυτη/εύλογη/ιερή/λαϊκή ~. Έκρηξη/έκφραση/θύελλα/κλίμα/κραυγή ~ης. Αισθήματα οργής και ~ης. Επιστολή ~ης και διαμαρτυρίας. Η ~ της κοινής γνώμης. Με πνίγει η ~. Με μεγάλη ~ διαπίστωσα/πληροφορήθηκα ότι ... Νιώθει ~ όταν βλέπει ... Το θέαμα με γέμισε ~. Καταγγέλλουμε το έγκλημα με ~/ μετ' ~ήσεως. Ξέσπασαν γεμάτοι ~. Πβ. δυσανασχέτηση.|| (προφ.) Σκέτη ~ είσαι αδελφέ μου! (: με εκνευρίζεις, εξοργίζεις). [< αρχ. ἀγανάκτησις]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.