Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αγανακτισμένος , η, ο [ἀγανακτισμένος] α-γα-να-κτι-σμέ-νος επίθ. & (προφ.) αγαναχτισμένος: που αισθάνεται ή/και εκφράζει αγανάκτηση: ~ος: λαός. ~η: αντίδραση/διαμαρτυρία. ~ο: βλέμμα/ύφος. ~οι: κάτοικοι/πολίτες/τηλεθεατές/φορολογούμενοι. ~ες: φωνές. ~ από την απόφασή/τα παράπονά/τη στάση/τη συμπεριφορά/την υποκρισία του. ~ με τη διαιτησία. Καταδίκασαν ~οι τις τρομοκρατικές επιθέσεις. Έστειλαν ~α μηνύματα.|| (ως ουσ.) Το κίνημα των ~ων. ● επίρρ.: αγανακτισμένα & αγαναχτισμένα [< μεσν. αγανακτισμένος]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.