Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αγαπητός , ή, ό [ἀγαπητός] α-γα-πη-τός επίθ. 1. που προκαλεί αισθήματα συμπάθειας, εκτίμησης, σεβασμού: Είναι ιδιαίτερα ~ σε όλους. Μου είναι πολύ ~ή (βλ. συμπαθής). Βλ. αξι-, κοσμ-αγάπητος. ΑΝΤ. μισητός, αντιπαθής.|| (ως τυπική προσφών.) ~έ κ. ... ~ό: (μου) ημερολόγιο/περιοδικό. ~οί: ακροατές/συμπολίτες/συνάδελφοι. ~ές: (μου) κυρίες/φίλες. ~ά: (μου) παιδιά.|| (ειρων.) Μα τι λες/σοβαρολογείς ~ή (= χρυσή) μου;|| (επιτηδευμένη ευγένεια:) Ω, τον ~ό (= τον φίλτατο)! 2. (σπάν.) αγαπημένος, προσφιλής. [< μτγν. ἀγαπητός, γαλλ. aimé, cher]

αξι-

αξι- βλ. αξιο-

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.