Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αγαρηνός , ή, ό [ἀγαρηνός] α-γα-ρη-νός επίθ.: μουσουλμανικός και κατ' επέκτ. βάρβαρος, σκληρός, αλλόπιστος: ~ός: ζυγός. ~ή: σκλαβιά. ~ά: ασκέρια. ● Ουσ.: Αγαρηνός (ο): ΙΣΤ. μουσουλμάνος, κυρ. Άραβας ή Τούρκος. [< μεσν. αγαρηνός]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.