Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αγγαρεία [ἀγγαρεία] αγ-γα-ρεί-α ουσ. (θηλ.) 1. ακούσια, δυσάρεστη, βαρετή ή/και υποχρεωτική εργασία ή δραστηριότητα, που γίνεται συνήθ. χωρίς αμοιβή: βαριά/σκέτη ~. Το βλέπω/νιώθω σαν ~. Υποχρεώνω κάποιον να κάνει ~. (Κάτι) καταντάει ~. Καθημερινές/οικιακές ~ες (πβ. δουλειές του σπιτιού). ~ες του γραφείου. Φορτώνω κάποιον με ~ες. Πβ. καταναγκαστικά έργα. Βλ. θέλημα, χαμαλίκι. 2. ΣΤΡΑΤ. πρόσθετη, υποχρεωτική υπηρεσία που εκτελείται από στρατιώτες: ~ στα μαγειρεία. Βλ. καψόνι. ● ΣΥΜΠΛ.: στολή υπηρεσίας βλ. στολή ● ΦΡ.: το κάνω αγγαρεία (με επιρρ. χρ.): εκτελώ κάτι καταναγκαστικά, με δυσαρέσκεια, χωρίς ενδιαφέρον: Το διασκεδάζω, δεν ~ ~. [< μτγν. ἀγγαρ(ε)ία ‘στρατολόγηση για δημόσια υπηρεσία’]

θέλημα

θέλημαθέ-λη-μα ουσ. (ουδ.): ό,τι θέλει κάποιος: Δείχνει προθυμία/υπακούει σε κάθε ~ά του. Πβ. απαίτηση, γούστο, επιθυμία, θέληση.θελήματα (τα) (προφ.) 1. μικροδουλειές για την εξυπηρέτηση κάποιου, συνήθ. εκτός οικίας ή χώρου εργασίας: παιδί για τα ~. Τον στέλνουν συνέχεια για ~. Την προσέλαβαν ως γραμματέα, όχι για να κάνει ~. Πβ. αγγαρεία. 2. χαριστικές εξυπηρετήσεις, παράτυπες διευκολύνσεις: ~ πάντα με ανταλλάγματα. Βλ. ρουσφέτι. ● ΦΡ.: γενηθήτω το θέλημά σου βλ. γενηθήτω, θέλημα (του) Θεού βλ. θεός [< αρχ. θέλημα]

καψόνι

καψόνικα-ψώ-νι ουσ. (ουδ.) 1. (στρατ. αργκό) σκληρή και συνήθ. εξευτελιστική δοκιμασία που επιβάλλεται παράτυπα από αξιωματικό σε στρατιώτη ή στρατιώτες ως τιμωρία ή μέσο πειθαρχίας: Τα ~ια έχουν καταργηθεί. Βλ. αγγαρεία. 2. (κατ' επέκτ.) ταλαιπωρία στην οποία υποβάλλεται κάποιος: Ο καιρός τους έκανε ~. [παλαιότ. ορθογρ. καψώνι]

στολή

στολήστο-λή ουσ. (θηλ.): ομοιόμορφη συνήθ. ενδυμασία που φοριέται από όσους υπηρετούν στις Ένοπλες Δυνάμεις και στα Σώματα Ασφαλείας ή από το προσωπικό ορισμένων επαγγελμάτων ή από μαθητευόμενους σχολείων, σχολών και από μέλη ομάδων για λόγους αναγνωρισιμότητας ή λειτουργικότητας: θερινή/στρατιωτική/χειμερινή ~. ~ αξιωματικού/αστυνομικού/(αστρο)ναύτη/πιλότου. (παλαιότ.) ~ εξόδου. (ΝΟΜ.) Αντιποίηση ~ής.|| Ιερατική ~.|| ~ εργασίας. Βλ. φόρμα.|| Αθλητική/μαθητική ~. Κατάργηση της ~ής. ~ δύτη/ιππασίας.|| Εθνική/παραδοσιακή/τοπική ~ (: χαρακτηριστική έθνους ή περιοχής). Πβ. αμφίεση, φορεσιά.|| Αποκριάτικη ~. ● ΣΥΜΠΛ.: μεγάλη στολή: ΣΤΡΑΤ. επίσημη ενδυμασία αξιωματικού., στολή υπηρεσίας & (παλαιότ.-προφ.) στολή αγγαρείας: ΣΤΡΑΤ. στολή παραλλαγής την οποία φορούν οι στρατιώτες κατά την εκτέλεση διαφόρων εργασιών. ● ΦΡ.: εν στολή (επίσ.): με στολή: βαθμοφόροι/στρατιωτικός ~ ~. [< αρχ. στολή ‘ενδυμασία, άμφιο’]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.