Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 35 εγγραφές  [0-20]


  • αγγείο [ἀγγεῖο] αγ-γεί-ο ουσ. (ουδ.) 1. ΑΡΧΑΙΟΛ. δοχείο με χρηστικό ή διακοσμητικό χαρακτήρα: αποθηκευτικό/αττικό/γυάλινο/δακτυλιόσχημο/ερυθρόμορφο/ζωόμορφο/κεραμικό/κορινθιακό/κυκλαδικό/κυλινδρικό/μελανόμορφο/μινωικό/μυκηναϊκό/πήλινο/ταφικό/τελετουργικό/τριποδικό/χάλκινο ~. ~ πόσης. ~ με ανάγλυφη/γραμμική/γραπτή/εγχάρακτη διακόσμηση.|| Κρυστάλλινα/πορσελάνινα ~α. ~ για νερό (πβ. κανάτα, στάμνα). 2. ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. {κυρ. στον πληθ.} αγωγός του οργανισμού μέσα στον οποίο κυκλοφορεί το αίμα, η λέμφος ή άλλο υγρό: απαγωγά (: φλέβες)/εγκεφαλικά/λεμφικά (ή λεμφαγγεία)/παράπλευρα/περιφερικά/προσαγωγά (: αρτηρίες)/στεφανιαία/χοληφόρα ~α. Αθηρωμάτωση/απόφραξη/διάνοιξη/διαστολή/ρήξη/στένωση/τοιχώματα/φλεγμονή ~ου/ων. 3. ΒΟΤ. {συνήθ. στον πληθ.} πολύ λεπτός αγωγός που μεταφέρει χυμούς μέσα στο φυτό. Τα ~α του ριζικού συστήματος ● ΣΥΜΠΛ.: αιμοφόρα αγγεία βλ. αιμοφόρος, καμαραϊκά αγγεία βλ. καμαραϊκός, τριχοειδή αγγεία βλ. τριχοειδής [< αρχ. ἀγγεῖον, γαλλ. vaisseau]
  • αγγειο- & αγγει- α' συνθετικό ουσιαστικών και επιθέτων με αναφορά 1. σε δοχείο ή σκεύος: αγγειο-γραφία/~πλάστης. 2. ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. στα αιμοφόρα αγγεία: αγγειο-πάθεια/~χειρουργικός. Αγγει-εκτασία.
  • αγγειογένεση [ἀγγειογένεση] αγ-γει-ο-γέ-νε-ση ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. σχηματισμός νέων αιμοφόρων αγγείων από προϋπάρχοντα: αυξηµένη/θεραπευτική/τριχοειδική/φυσιολογική ~. ~ στα καρκινώµατα. Αναστολείς/μηχανισμοί ~ης. Απόπτωση και ~. Βλ. λεμφ~. [< αγγλ. angiogenesis]
  • αγγειογράφημα [ἀγγειογράφημα] αγ-γει-ο-γρά-φη-μα ουσ. (ουδ.): ΙΑΤΡ. ιατρική εξέταση με την οποία επιτυγχάνεται η απεικόνιση των αγγείων: εγκεφαλικό ~. Εξέταση των καρωτίδων με ~. Βλ. -γράφημα.
  • αγγειογραφία [ἀγγειογραφία] αγ-γει-ο-γρα-φί-α ουσ. (θηλ.) 1. ΙΑΤΡ. ακτινογραφική εξέταση των αιμοφόρων ή λεμφικών αγγείων ύστερα από έγχυση σκιαγραφικού διαλύματος αδιαπέραστου από ακτίνες Χ: αφαιρετική/διαγνωστική/ενδοφλέβια/ηπατική/μαγνητική/ραδιοϊσοτοπική/τρισδιάστατη/ψηφιακή ~. ~ εγκεφάλου/καρδιάς/νεφρών. ~ με αξονικό τομογράφο/καθετήρα. Βλ. στεφανιογραφία, χολ~. 2. ΑΡΧΑΙΟΛ. ζωγραφική διακόσμηση ή παράσταση αγγείων και η αντίστοιχη τέχνη ή τεχνική: αρχαϊκή/αττική/γεωμετρική/ερυθρόμορφη/μελανόμορφη ~. 3. ΑΡΧΑΙΟΛ. (σπάν.) μελέτη των ζωγραφικών παραστάσεων σε αγγεία. Βλ. αγγειολογία, -γραφία. [< 1: γαλλ. angiographie, 1952, αγγλ. angiography, 1933]
  • αγγειογραφικός , ή, ό [ἀγγειογραφικός] αγ-γει-ο-γρα-φι-κός επίθ. 1. ΙΑΤΡ. που αναφέρεται στην αγγειογραφία: ~ός: έλεγχος. ~ή: απεικόνιση (ανευρύσματος). ~ό: εύρημα.|| (ως ουσ.) ~ό (ενν. εργαστήριο). 2. ΑΡΧΑΙΟΛ. που σχετίζεται με την αγγειογραφία: ~ός: ρυθμός. ~ή: τέχνη. ● επίρρ.: αγγειογραφικά: ΙΑΤΡ. με αγγειογραφία. [< γαλλ. angiographique, αγγλ. angiographic, 1950]
  • αγγειογράφος [ἀγγειογράφος] αγ-γει-ο-γρά-φος ουσ. (αρσ.) 1. τεχνίτης, καλλιτέχνης που διακοσμεί αγγεία: Οι ~οι της αρχαϊκής/κλασικής εποχής. Βλ. αγγειοπλάστης, κεραμοποιός. 2. ΙΑΤΡ. συσκευή για την εξέταση, απεικόνιση των αγγείων. Πβ. τομογράφος. Βλ. -γράφος. [< 2: γαλλ. angiographe]
  • αγγειοδιασταλτικός , ή, ό [ἀγγειοδιασταλτικός] αγ-γει-ο-δι-α-σταλ-τι-κός επίθ.: ΦΥΣΙΟΛ. που προκαλεί αγγειοδιαστολή: ~ός: αναστολέας/παράγοντας. ~ή: δράση/ουσία. ~ές: ιδιότητες. ~ά: (και ινότροπα) φάρμακα. ΑΝΤ. αγγειοσυσταλτικός ● Ουσ.: αγγειοδιασταλτικό (το): ΦΑΡΜΑΚ. φάρμακο που προκαλεί αγγειοδιαστολή. [< γαλλ. vasodilatateur]
  • αγγειοδιαστολή [ἀγγειοδιαστολή] αγ-γει-ο-δι-α-στο-λή ουσ. (θηλ.): ΦΥΣΙΟΛ. αύξηση της διαμέτρου των αιμοφόρων αγγείων: διαδερμική/περιφερική/πνευμονική/στεφανιαία/φαρμακευτική/φλεβική ~. Αναισθητικά φάρμακα που προκαλούν ~. Υπόταση εξαιτίας της ~ής. ΑΝΤ. αγγειοσυστολή [< γαλλ. vasodilatation]
  • αγγειοκαρδιογραφία [ἀγγειοκαρδιογραφία] αγ-γει-ο-καρ-δι-ο-γρα-φί-α ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. ακτινογραφική απεικόνιση της καρδιάς και των αιμοφόρων αγγείων της ύστερα από έγχυση σκιαγραφικού μέσου αδιαπέραστου από ακτίνες Χ: ραδιοϊσοτοπική ~. [< γαλλ. angiocardiographie, μετά το 1937, αγγλ. angiocardiography, 1938]
  • αγγειοκινητικός , ή, ό [ἀγγειοκινητικός] αγ-γει-ο-κι-νη-τι-κός επίθ.: ΦΥΣΙΟΛ. που αναφέρεται ή οφείλεται στη διαστολή και συστολή των αγγείων: ~ός: μηχανισμός. ~ή: δράση/ημικρανία/νεύρωση/ρινίτιδα. ~ές: διαταραχές. [< γαλλ. vasomoteur]
  • αγγειολογία [ἀγγειολογία] αγ-γει-ο-λο-γί-α ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. το αρχικό Α) 1. ΙΑΤΡ. ειδικότητα με αντικείμενο τη διάγνωση και θεραπεία των αγγειακών παθήσεων: κλινική ~. 2. ΑΡΧΑΙΟΛ. (σπάν.) επιστημονικός κλάδος που μελετά τα αγγεία. Βλ. αγγειογραφία, -λογία. [< 1: μτγν. ἀγγειολογία ‘διδασκαλία για τα αιμοφόρα αγγεία’, γαλλ. angiologie, αγγλ. angiology 2: γαλλ. ~]
  • αγγειολογικός , ή, ό [ἀγγειολογικός] αγ-γει-ο-λο-γι-κός επίθ.: ΙΑΤΡ. που αναφέρεται στην αγγειολογία: ~ή: εξέταση. Ελληνική ~ή Εταιρεία. [< γαλλ. angiologique, αγγλ. angiologic(al)]
  • αγγειολόγος [ἀγγειολόγος] αγ-γει-ο-λό-γος ουσ. (αρσ. + θηλ.): ΙΑΤΡ. γιατρός ειδικευμένος στη μελέτη και αντιμετώπιση των αγγειακών παθήσεων: ~-αγγειοχειρουργός. Βλ. -λόγος. [< γαλλ. angiologue, αγγλ. angiologist]
  • αγγειονευρωτικός , ή, ό [ἀγγειονευρωτικός] αγ-γει-ο-νευ-ρω-τι-κός επίθ.: κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: αγγειονευρωτικό οίδημα & αγγειοοίδημα: ΙΑΤΡ. αλλεργική κυρ. αντίδραση που χαρακτηρίζεται από ανώδυνο πρήξιμο του δέρματος ή των βλεννογόνων: επίκτητο/κληρονομικό/συγγενές ~ ~. ~ ~ των άκρων/του προσώπου/των χειλέων. [< γαλλ. angioneurotique, 1924, αγγλ. angioneurotic]
  • αγγειοοίδημα [ἀγγειοοίδημα] αγ-γει-ο-οί-δη-μα ουσ. (ουδ.): ΙΑΤΡ. αγγειονευρωτικό οίδημα. Βλ. κνίδωση. [< αγγλ. angioedema]
  • αγγειοπάθεια [ἀγγειοπάθεια] αγ-γει-ο-πά-θει-α ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. κάθε νόσος των αιμοφόρων ή λεμφικών αγγείων: αμυλοειδής/αποφρακτική/διαβητική/εγκεφαλική/περιφερική/στεφανιαία ~. ~ες των άκρων. ~ες και σακχαρώδης διαβήτης. Βλ. εγκεφαλο-, καρδιο-πάθεια, μακρο~, μικρο~. [< αγγλ. angiopathy, γαλλ. angiopathie]
  • αγγειοπλαστείο [ἀγγειοπλαστεῖο] αγ-γει-ο-πλα-στεί-ο ουσ. (ουδ.) (λόγ.): εργαστήριο κατασκευής αγγείων: παραδοσιακά ~α.
  • αγγειοπλάστης [ἀγγειοπλάστης] αγ-γει-ο-πλά-στης ουσ. (αρσ.): τεχνίτης που κατασκευάζει διακοσμητικά ή χρηστικά, συνήθ. πήλινα, δοχεία και άλλα αντικείμενα: ~ και αγγειογράφος. ~ες καλλιτεχνικής κεραμικής/τροχού. Πβ. τσουκαλάς. Βλ. κανατάς, σταμνάς.
  • αγγειοπλαστική [ἀγγειοπλαστική] αγ-γει-ο-πλα-στι-κή ουσ. (θηλ.) 1. ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. η τέχνη της κατασκευής διακοσμητικών ή χρηστικών (συνήθ. πήλινων) δοχείων και άλλων αντικειμένων: παραδοσιακή ~. Πβ. κεραμική. 2. ΙΑΤΡ. επέμβαση για τη διάνοιξη ή την αποκατάσταση αιμοφόρου αγγείου, συνήθ. αρτηρίας (κοινώς μπαλονάκι): διαδερμική/ενδοαυλική ~. ~ των καρωτίδων. ~ με τοποθέτηση νάρθηκα (στεντ). Με την ~ γεννήθηκε η επεμβατική καρδιολογία. Βλ. -πλαστική. [< 2: γαλλ. angioplastie, περ. 1960, αγγλ. angioplasty, περ. 1910, balloon angioplasty, 1979]

αγγειογραφία

αγγειογραφία[ἀγγειογραφία] αγ-γει-ο-γρα-φί-α ουσ. (θηλ.) 1. ΙΑΤΡ. ακτινογραφική εξέταση των αιμοφόρων ή λεμφικών αγγείων ύστερα από έγχυση σκιαγραφικού διαλύματος αδιαπέραστου από ακτίνες Χ: αφαιρετική/διαγνωστική/ενδοφλέβια/ηπατική/μαγνητική/ραδιοϊσοτοπική/τρισδιάστατη/ψηφιακή ~. ~ εγκεφάλου/καρδιάς/νεφρών. ~ με αξονικό τομογράφο/καθετήρα. Βλ. στεφανιογραφία, χολ~. 2. ΑΡΧΑΙΟΛ. ζωγραφική διακόσμηση ή παράσταση αγγείων και η αντίστοιχη τέχνη ή τεχνική: αρχαϊκή/αττική/γεωμετρική/ερυθρόμορφη/μελανόμορφη ~. 3. ΑΡΧΑΙΟΛ. (σπάν.) μελέτη των ζωγραφικών παραστάσεων σε αγγεία. Βλ. αγγειολογία, -γραφία. [< 1: γαλλ. angiographie, 1952, αγγλ. angiography, 1933]

αγγειολογία

αγγειολογία[ἀγγειολογία] αγ-γει-ο-λο-γί-α ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. το αρχικό Α) 1. ΙΑΤΡ. ειδικότητα με αντικείμενο τη διάγνωση και θεραπεία των αγγειακών παθήσεων: κλινική ~. 2. ΑΡΧΑΙΟΛ. (σπάν.) επιστημονικός κλάδος που μελετά τα αγγεία. Βλ. αγγειογραφία, -λογία. [< 1: μτγν. ἀγγειολογία ‘διδασκαλία για τα αιμοφόρα αγγεία’, γαλλ. angiologie, αγγλ. angiology 2: γαλλ. ~]

αγγειοπλάστης

αγγειοπλάστης[ἀγγειοπλάστης] αγ-γει-ο-πλά-στης ουσ. (αρσ.): τεχνίτης που κατασκευάζει διακοσμητικά ή χρηστικά, συνήθ. πήλινα, δοχεία και άλλα αντικείμενα: ~ και αγγειογράφος. ~ες καλλιτεχνικής κεραμικής/τροχού. Πβ. τσουκαλάς. Βλ. κανατάς, σταμνάς.

αιμοφόρος

αιμοφόρος, ος, ο [αἱμοφόρος] αι-μο-φό-ρος επίθ.: ΙΑΤΡ. που φέρει ή μεταφέρει αίμα: ~α: κύτταρα. Βλ. -φόρος. Κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: αιμοφόρα αγγεία: που μεταφέρουν το αίμα (: οι φλέβες, οι αρτηρίες και τα τριχοειδή αγγεία). [< γαλλ. vaisseaux sanguins] [< μτγν. αἱμοφόρος]

-γράφημα

-γράφημαβ' συνθετικό ουδέτερων ουσιαστικών που δηλώνει 1. κείμενο συγκεκριμένου είδους ή ύφους: ευθυμο~/ηθο~/πεζο~/χρονο~.|| Λιβελο~/πλαστο~/ρυπαρο~. 2. διαγνωστική απεικόνιση: αγγειο~/καρδιο~/σπινθηρο~. Βλ. -γράφηση. 3. εικόνα, σχέδιο ορισμένης τεχνικής: σκια~/υδατο~. Βλ. -γραφία. 4. γραφική παράσταση, διάγραμμα: σεισμο~.

-γραφος

-γραφος, η, ο: λεξικό επίθημα με αναφορά σε ορισμένο τρόπο γραφής: ιδιό~/ολό~.|| (ουσιαστικοπ.) Χειρό-γραφο.

εγκεφαλ- & εγκεφαλο-

εγκεφαλ- & εγκεφαλο-: α' συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών που αναφέρονται στον εγκέφαλο: εγκεφαλο-νωτιαίος.|| Εγκεφαλο-γράφημα/~πάθεια. Eγκεφαλ-ίτιδα. [< διεθν. encephal(o)-, cérébro-]

καμαραϊκός

καμαραϊκός, ή, ό κα-μα-ρα-ϊ-κός επίθ. ΑΡΧΑΙΟΛ.: κυρ. στα ● ΣΥΜΠΛ.: καμαραϊκά αγγεία: αγγεία της μεσομινωικής περιόδου (περ. 2100-1600 π.Χ.) με πολύ λεπτά τοιχώματα και πολύχρωμα αφηρημένα ή σπανιότ. φυτικά και ζωικά μοτίβα σε σκούρο φόντο., καμαραϊκός ρυθμός: τεχνοτροπία της μεσομινωικής κεραμικής, χαρακτηριστικό δείγμα της οποίας αποτελούν τα σχετικά αγγεία.

κανατάς

κανατάςκα-να-τάς ουσ. (αρσ.) (λαϊκό-παρωχ.): κατασκευαστής ή/και πωλητής πήλινων δοχείων. Πβ. σταμνάς. Βλ. αγγειοπλάστης, -άς.

κνίδωση

κνίδωσηκνί-δω-ση ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. αλλεργική πάθηση που εκδηλώνεται με δερματικά εξανθήματα, συνοδεύεται από κνησμό και προκαλείται από διάφορα αίτια (π.χ. τσίμπημα εντόμων, τρόφιμα, φάρμακα, στρες, εντερικά παράσιτα): οξεία/χρόνια ~. Ηλιακή/ιδιοπαθής/μελαγχρωματική (βλ. μαστοκυττάρωση)/χολινεργική ~. Ανοσολογική ~ εξ επαφής. ~ από θερμότητα/πίεση/ψύχος. Βλ. αγγειοοίδημα. [< αρχ. κνίδωσις]

-λόγος

-λόγοςεπίθημα αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών με αναφορά σε 1. ειδικό επιστήμονα ή επαγγελματία: (o/η) αρχαιο~/αστικο~/βιο~/θεο~/παθο~. Εκλογο~.|| Ηλεκτρο~. Βλ. -γράφος. 2. πρόσωπο που συνηθίζει να τοποθετείται ή να εκφράζεται με συγκεκριμένο τρόπο: (αρνητ. συνυποδ.) καταστροφο~/κινδυνο~.|| Ευφυο~. Καυχησιο~/λασπο~/χυδαιο~. 3. (σπάν.) άτομο που συλλέγει ό,τι δηλώνει η πρωτότυπη λέξη: ανθο~/σταχυο~. 4. (σπανιότ.-μόνο στο αρσ.) εργαλείο: βιδο~.

-πλαστική

-πλαστικήτο ουσιαστικό πλαστική ως β' συνθετικό με αναφορά 1. σε τέχνη ή τεχνική μορφοποίησης μαλακής ύλης: αγγειο~/κηρο~.|| Zαχαρο~. 2. στην επανορθωτική, αισθητική χειρουργική: αρθρο~/βραχιονο~/ρινο~/ωτο~.

στεφανιογραφία

στεφανιογραφίαστε-φα-νι-ο-γρα-φί-α ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. ακτινογραφία των στεφανιαίων αρτηριών. Βλ. -γραφία. [< γαλλ. coronarographie]

τριχοειδής

τριχοειδής, ής, ές τρι-χο-ει-δής επίθ. 1. (επιστ.) που μοιάζει με τρίχα, είναι πάρα πολύ λεπτός: ~είς: ρωγμές. (ΤΕΧΝΟΛ.) ~ής: σωλήνας (: με εξαιρετικά μικρή διατομή). (ΧΗΜ.) ~ής: στήλη (: με μικρή διάμετρο). (ΒΟΤ.-ΒΙΟΛ.) ~ής: άλγη. ~είς: ρίζες. ~ή: κύτταρα. (ΙΑΤΡ.) ~είς: θηλές (της γλώσσας). Βλ. -ειδής. 2. ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. τριχοειδικός. ● ΣΥΜΠΛ.: λεμφικά τριχοειδή & (σπάν.) λεμφοφόρα τριχοειδή: ΙΑΤΡ. αγγεία που μεταφέρουν τη λέμφο στα λεμφαγγεία, για να καταλήξει τελικά στο φλεβικό σύστημα., τριχοειδή αγγεία & τριχοειδή {σπάν. στον εν.}: ΑΝΑΤ. μικροσκοπικοί αγωγοί μέσα από τους οποίους περνά το αίμα από την αρτηριακή στη φλεβική κυκλοφορία: επιφανειακά/πνευμονικά ~ ~., τριχοειδή φαινόμενα & (σπάν.) τριχοειδικά: ΦΥΣ. που παρουσιάζονται, όταν υγρά έρθουν σε επαφή με τριχοειδή σωλήνα ή με πορώδη μέσα. [< αρχ. τριχοειδής, γαλλ. capillaire, αγγλ. trichoid]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.