αγγειοπλαστική [ἀγγειοπλαστική] αγ-γει-ο-πλα-στι-κή ουσ. (θηλ.) 1. ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. η τέχνη της κατασκευής διακοσμητικών ή χρηστικών (συνήθ. πήλινων) δοχείων και άλλων αντικειμένων: παραδοσιακή ~. Πβ. κεραμική.2. ΙΑΤΡ. επέμβαση για τη διάνοιξη ή την αποκατάσταση αιμοφόρου αγγείου, συνήθ. αρτηρίας (κοινώς μπαλονάκι): διαδερμική/ενδοαυλική ~. ~ των καρωτίδων. ~ με τοποθέτηση νάρθηκα (στεντ). Με την ~ γεννήθηκε η επεμβατική καρδιολογία. Βλ. -πλαστική. [< 2: γαλλ. angioplastie, περ. 1960, αγγλ. angioplasty, περ. 1910, balloon angioplasty, 1979]
-πλαστική
-πλαστικήτο ουσιαστικό πλαστική ως β' συνθετικό με αναφορά 1. σε τέχνη ή τεχνική μορφοποίησης μαλακής ύλης: αγγειο~/κηρο~.|| Zαχαρο~.2. στην επανορθωτική, αισθητική χειρουργική: αρθρο~/βραχιονο~/ρινο~/ωτο~.
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.