Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αγγειοπλαστική [ἀγγειοπλαστική] αγ-γει-ο-πλα-στι-κή ουσ. (θηλ.) 1. ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. η τέχνη της κατασκευής διακοσμητικών ή χρηστικών (συνήθ. πήλινων) δοχείων και άλλων αντικειμένων: παραδοσιακή ~. Πβ. κεραμική. 2. ΙΑΤΡ. επέμβαση για τη διάνοιξη ή την αποκατάσταση αιμοφόρου αγγείου, συνήθ. αρτηρίας (κοινώς μπαλονάκι): διαδερμική/ενδοαυλική ~. ~ των καρωτίδων. ~ με τοποθέτηση νάρθηκα (στεντ). Με την ~ γεννήθηκε η επεμβατική καρδιολογία. Βλ. -πλαστική. [< 2: γαλλ. angioplastie, περ. 1960, αγγλ. angioplasty, περ. 1910, balloon angioplasty, 1979]

-πλαστική

-πλαστικήτο ουσιαστικό πλαστική ως β' συνθετικό με αναφορά 1. σε τέχνη ή τεχνική μορφοποίησης μαλακής ύλης: αγγειο~/κηρο~.|| Zαχαρο~. 2. στην επανορθωτική, αισθητική χειρουργική: αρθρο~/βραχιονο~/ρινο~/ωτο~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.