Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αγγειοσκόπιο [ἀγγειοσκόπιο] αγ-γει-ο-σκό-πι-ο ουσ. (ουδ.): ΙΑΤΡ. όργανο (μικροσκόπιο) για την εξέταση του εσωτερικού των αγγείων: στεφανιαίο/υπερηχητικό ~. Βλ. -σκόπιο. [< αγγλ. angioscope]

-σκόπιο

-σκόπιο(λόγ.): επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών, κυρ. τεχνικών όρων, με αναφορά σε όργανο ειδικής εξέτασης ή παρατήρησης: (ΙΑΤΡ.) αγγειο~/αρθρο~/βρογχο~/γαστρο~/ενδο~/κολονο~/κολπο~/κυστεο~/λαπαρο~/λαρυγγο~/μητρο~/ουρηθρο~/οφθαλμο~/πρωκτο~/στηθο~.|| (ΤΕΧΝΟΛ.) Μικρο~/περι~/τηλε~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.