Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αγγειοτενσίνη [ἀγγειοτενσίνη] αγ-γει-ο-τεν-σί-νη ουσ. (θηλ.) & αγγειοτασίνη: ΒΙΟΧ. αγγειοσυσπαστική ουσία που παράγεται στο πλάσμα του αίματος και προκαλεί αύξηση της αρτηριακής πίεσης, όταν η συγκέντρωσή της στον οργανισμό ξεπεράσει ένα όριο: αναστολείς/ανταγωνιστές/ένζυμο/υποδοχείς ~ης. Σύστημα ~ης-ρενίνης. Βλ. -ίνη. [< αγγλ. angiotensin, 1958, γαλλ. angiotensine, 1968]

-ίνη

-ίνη: επίθημα δάνειων όρων για τη δήλωση χημικής, φαρμακευτικής ουσίας: βαζελ~/βαλ~/βιταμ~/γλουτολ~/θρεον~/ισολευκ~/ιστιδ~/λευκ~/λυσ~/μεθειον~/ναφθαλ~/νικοτ~/πενικιλ~/φαινυλαλαν~/χυμοθρυψ~. Πρωτε-ΐνη. Πβ. -ίνα2.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.