Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αγγελάκι [ἀγγελάκι] αγ-γε-λά-κι ουσ. (ουδ.) 1. μικρός άγγελος και συνεκδ. κάθε αντικείμενο (κυρ. κόσμημα ή χριστουγεννιάτικο στολίδι) που έχει τη μορφή του: Ντύθηκαν ~ια με φτερά (για τη σχολική παράσταση). Βλ. διαβολάκι.|| Ασημένιο/κρεμαστό/κρυστάλλινο ~. 2. (μτφ.-οικ.) ως χαρακτηρισμός όμορφου και χαριτωμένου μικρού παιδιού ή γενικότ. ως προσφώνηση αγαπημένου προσώπου: Τι κάνει το ~ σας;|| Μου λείπεις ~ μου. Πβ. αγγελούδι. [1: μεσν. αγγελάκι]

διαβολάκι

διαβολάκιδια-βο-λά-κι ουσ. (ουδ.) ΑΝΤ. αγγελάκι 1. (μτφ.-οικ.) ζωηρό, δραστήριο και έξυπνο παιδί. Πβ. ζιζάνιο, πειραχτήρι. 2. μικρός διάβολος: Ντύθηκε ~ τις απόκριες.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.