Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]


  • αγγελιοφόρος , ος, ο [ἀγγελιοφόρος] αγ-γε-λι-ο-φό-ρος επίθ.: που φέρνει μηνύματα, ειδήσεις ή πληροφορίες: (ΑΡΧ.) ~ος: θεός. ~ο: πλοίο. Βλ. -φόρος.|| (ΒΙΟΛ.) ~οι: νευροδιαβιβαστές. ~ες: ουσίες. Κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: αγγελιοφόρο Αρ-Εν-Έι (RNA): ΒΙΟΧ. τύπος του RNA (mRNA) που μεταφέρει τις απαραίτητες γενετικές πληροφορίες για τη σύνθεση της πρωτεΐνης στα κύτταρα. [< αγγλ. messenger RNA, 1961]
  • αγγελιοφόρος [ἀγγελιοφόρος] αγ-γε-λι-ο-φό-ρος ουσ. (αρσ.): που είναι επιφορτισμένος με τη μεταφορά ενός μηνύματος, μιας πληροφορίας (γραπτής ή προφορικής): (παλαιότ.) ειδικός/έμπιστος/έφιππος ~. (ΘΕΟΛ.) Ο ~ του Θεού (= ο αρχάγγελος Γαβριήλ)/(ΜΥΘ.) Ο ~ των θεών (= ο Ερμής). Βλ. -φόρος.|| (μτφ.) ~οι της δημοκρατίας/του εθελοντισμού/της ειρήνης. Οι μετεωρίτες είναι πολύτιμοι ~οι από το διάστημα.|| (ΒΙΟΛ.) Δεύτερος ~. Χημικοί ~οι.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Λογισμικό ~ων. Υπηρεσία ~ων σπαμ. [< αρχ. ἀγγελιαφόρος, γαλλ. messager]

-φόρος

-φόρος, α/ος, ο (λόγ.) επίθημα που δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο 1. κρατά, μεταφέρει ή διαθέτει ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (ουσ.) (ο) αχθο~/σκευο~. (Το) απορριμματο-φόρο.|| (επίθ.) Πετρελαιο~. Ηλεκτρο~/ρευματο~.|| (ουσ.) (O/η) λαμπαδη~ (πβ. -δρόμος)/σημαιο~.|| (κατ' επέκτ.) (Ο/η) Βαθμο~/τιτλο~ (πβ. -ούχος). 2. φέρει, φορά κάτι: γενειο~/κουκουλο~/μασκο~/πωγωνο~.|| (ουσ.) (Οι) ρασο-φόροι. 3. έχει συγκεκριμένο αποτέλεσμα: κερδο~/προσοδο~.|| Ελπιδο~.|| Θανατη~/νικη~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.