Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αγγελόψαρο [ἀγγελόψαρο] αγ-γε-λό-ψα-ρο ουσ. (ουδ.) ΙΧΘΥΟΛ. 1. ρίνα: ~ στον ατμό. 2. τροπικό ψάρι του γλυκού νερού (επιστ. ονομασ. Pterophyllum scalare) με ριγωτό σώμα και πλατιά πτερύγια. 3. γενική ονομασία διαφόρων ειδών ψαριών των οικογ. Chaetodontidae και Ephippidae. Βλ. -ψαρο.

-ψαρο

-ψαρο: β' συνθετικό σε γενικές ονομασίες ψαριών: αγγελό~/γατό~/κοκκινό~/χρυσό~.|| Aφρό~/πατό~/πετρό~.|| Σκυλό~. Βλ. -πούλι.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.