αγγλικός , ή, ό [ἀγγλικός] αγ-γλι-κός επίθ.: που σχετίζεται με την Αγγλία ή/και τους Άγγλους: ~ή: λίρα. Πβ. βρετανικός, εγγλέζικος. ● Ουσ.: Αγγλικά (τα) & (επίσ.) Αγγλική (η): η αγγλική γλώσσα και το αντίστοιχο μάθημα. ● ΣΥΜΠΛ.: αγγλικό κόρνο βλ. κόρνο, αγγλικό πρωινό βλ. πρωινός, αγγλικό σκορ βλ. σκορ
κόρνο
κόρνο κόρ-νο ουσ. (ουδ.): ΜΟΥΣ. χάλκινο πνευστό μουσικό όργανο με σπειροειδή σωλήνα, που έχει κωνική απόληξη και τρεις βαλβίδες: γαλλικό/φυσικό ~. Κυνηγετικό ~ (= κυνηγετικό κέρας). ● ΣΥΜΠΛ.: αγγλικό κόρνο: πνευστό μουσικό όργανο που μοιάζει με όμποε, αλλά έχει μεγαλύτερο σωλήνα και διπλή γλωττίδα. [< ιταλ.-αγγλ. corno, γαλλ. cor]
πρωινός
πρωινός, ή, ό πρω-ι-νός επίθ.: που γίνεται, συμβαίνει, εμφανίζεται το πρωί: ~ός: ήλιος/περίπατος. ~ή: βάρδια/βόλτα/γυμναστική/δροσιά/εκπομπή/ενημέρωση/εργασία/ζώνη (τηλεοπτικού σταθμού)/ομίχλη/προπόνηση/προσευχή/πτήση/συνεδρίαση. ~ό: δρομολόγιο/εγερτήριο/ξύπνημα/ωράριο. ~ές: εφημερίδες. Νεφελώδης καιρός με περιορισμένη ορατότητα τις πρώτες ~ές ώρες. Είναι ~ τύπος (: ξυπνά νωρίς το πρωί). Μαθητές που είναι ~οί (: έχουν μάθημα το πρωί). Βλ. μεσημεριανός, απογευματ-, βραδ-ινός,.|| (ΣΤΡΑΤ.) ~ή αναφορά λόχου/μοίρας/τάγματος.|| (προφ.-ειρων.) Άντε σιγά-σιγά να φεύγουν οι ~οί (: συνήθ. σε περιπτώσεις όπου υπάρχει συνωστισμός σε έναν χώρο, έλλειψη κενών θέσεων). ● Ουσ.: πρωινή (η) (λόγ.): ενν. ώρα: πρώτη ~ (= 1 π.μ.)., πρωινό (το): ενν. γεύμα: Τρώω ~. Παίρνω το ~ μου (= προγευματίζω). Το ~ σερβίρεται από τις ... έως ... Βλ. μεσημεριανό, βραδινό, δείπνο.|| (σε ξενοδοχείο) Τιμή δωματίου με/χωρίς ~.Πβ. μπρέκφαστ. ΣΥΝ. πρόγευμα ● ΣΥΜΠΛ.: αγγλικό πρωινό: που περιλαμβάνει συνήθ. αβγά τηγανητά, λουκάνικο, μπέικον, τοστ και τσάι ή καφέ. [< αγγλ. English breakfast] , ευρωπαϊκό πρωινό: ελαφρύ πρωινό που περιλαμβάνει συνήθ. καφέ ή τσάι, χυμό και γλυκίσματα με βούτυρο και μαρμελάδα. [< αγγλ. continental breakfast] , πρωινός καφές βλ. καφές ● ΦΡ.: πρωινός-πρωινός: (για πρόσ.) που εμφανίζεται, φτάνει κάπου πολύ πρωί, νωρίς το πρωί: ~ ~, βλέπω, σαββατιάτικα., τον έχει για πρωινό (νεαν. αργκό): για να δηλωθεί ότι κάποιος μπορεί να νικήσει με ευκολία τον αντίπαλό του ή γενικότ. υπερέχει ξεκάθαρα έναντι κάποιου άλλου: Κάτι τέτοιους τους έχω ~! Βλ. είναι/τον έχω του χεριού μου. [< μτγν. πρωϊνός, γαλλ. matinal]
σκορ
σκορ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΑΘΛ. αποτέλεσμα αθλητικού αγώνα (σε τέρματα, πόντους, σετ): ανοιχτό (: που δίνει ελπίδες νίκης και στις δύο ομάδες)/εντυπωσιακό/ευρύ/ισόπαλο/συνολικό/υψηλό ~. ~ πρόκρισης. Πίνακας ~. Το ~ ανέβηκε στο 3-0/διπλασιάστηκε. Το ακριβές ~ της αναμέτρησης. Ο αγώνας κρίθηκε με ~ 1-0. Ποιος προηγείται στο ~; Το ~ είναι ρευστό (: ευμετάβλητο). Το ~ έκλεισε στο 2-0 (: αυτό είναι το τελικό ~). Δεν υπάρχει ακόμη ~ (: δεν έχει σημειωθεί γκολ).|| (κατ' επέκτ., αποτέλεσμα, επίδοση) Εκλογικό ~. Θέλει να βελτιώσει το ~ του. ● ΣΥΜΠΛ.: αγγλικό σκορ: περίπτωση κατά την οποία, σε αγώνα ποδοσφαίρου, σημειώνονται και από τις δύο ομάδες πολλά γκολ: ήττα/νίκη με ~ ~., νταμπλ σκορ (κυρ. σε αγώνα μπάσκετ): στην περίπτωση που μια ομάδα κερδίζει, πετυχαίνοντας διπλάσιους πόντους από αυτούς που σημείωσε η αντίπαλή της: Άγγιξαν το ~ ~ (π.χ. 74-37). [< αγγλ. double score] , κλειστό σκορ βλ. κλειστός ● ΦΡ.: ανοίγω το σκορ βλ. ανοίγω [< αγγλ.-γαλλ. score]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.