Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αγγλικός , ή, ό [ἀγγλικός] αγ-γλι-κός επίθ.: που σχετίζεται με την Αγγλία ή/και τους Άγγλους: ~ή: λίρα. Πβ. βρετανικός, εγγλέζικος. ● Ουσ.: Αγγλικά (τα) & (επίσ.) Αγγλική (η): η αγγλική γλώσσα και το αντίστοιχο μάθημα. ● ΣΥΜΠΛ.: αγγλικό κόρνο βλ. κόρνο, αγγλικό πρωινό βλ. πρωινός, αγγλικό σκορ βλ. σκορ

κόρνο

κόρνο κόρ-νο ουσ. (ουδ.): ΜΟΥΣ. χάλκινο πνευστό μουσικό όργανο με σπειροειδή σωλήνα, που έχει κωνική απόληξη και τρεις βαλβίδες: γαλλικό/φυσικό ~. Κυνηγετικό ~ (= κυνηγετικό κέρας). ● ΣΥΜΠΛ.: αγγλικό κόρνο: πνευστό μουσικό όργανο που μοιάζει με όμποε, αλλά έχει μεγαλύτερο σωλήνα και διπλή γλωττίδα. [< ιταλ.-αγγλ. corno, γαλλ. cor]

πρωινός

πρωινός, ή, ό πρω-ι-νός επίθ.: που γίνεται, συμβαίνει, εμφανίζεται το πρωί: ~ός: ήλιος/περίπατος. ~ή: βάρδια/βόλτα/γυμναστική/δροσιά/εκπομπή/ενημέρωση/εργασία/ζώνη (τηλεοπτικού σταθμού)/ομίχλη/προπόνηση/προσευχή/πτήση/συνεδρίαση. ~ό: δρομολόγιο/εγερτήριο/ξύπνημα/ωράριο. ~ές: εφημερίδες. Νεφελώδης καιρός με περιορισμένη ορατότητα τις πρώτες ~ές ώρες. Είναι ~ τύπος (: ξυπνά νωρίς το πρωί). Μαθητές που είναι ~οί (: έχουν μάθημα το πρωί). Βλ. μεσημεριανός, απογευματ-, βραδ-ινός,.|| (ΣΤΡΑΤ.) ~ή αναφορά λόχου/μοίρας/τάγματος.|| (προφ.-ειρων.) Άντε σιγά-σιγά να φεύγουν οι ~οί (: συνήθ. σε περιπτώσεις όπου υπάρχει συνωστισμός σε έναν χώρο, έλλειψη κενών θέσεων). ● Ουσ.: πρωινή (η) (λόγ.): ενν. ώρα: πρώτη ~ (= 1 π.μ.)., πρωινό (το): ενν. γεύμα: Τρώω ~. Παίρνω το ~ μου (= προγευματίζω). Το ~ σερβίρεται από τις ... έως ... Βλ. μεσημεριανό, βραδινό, δείπνο.|| (σε ξενοδοχείο) Τιμή δωματίου με/χωρίς ~. Πβ. μπρέκφαστ. ΣΥΝ. πρόγευμα ● ΣΥΜΠΛ.: αγγλικό πρωινό: που περιλαμβάνει συνήθ. αβγά τηγανητά, λουκάνικο, μπέικον, τοστ και τσάι ή καφέ. [< αγγλ. English breakfast] , ευρωπαϊκό πρωινό: ελαφρύ πρωινό που περιλαμβάνει συνήθ. καφέ ή τσάι, χυμό και γλυκίσματα με βούτυρο και μαρμελάδα. [< αγγλ. continental breakfast] , πρωινός καφές βλ. καφές ● ΦΡ.: πρωινός-πρωινός: (για πρόσ.) που εμφανίζεται, φτάνει κάπου πολύ πρωί, νωρίς το πρωί: ~ ~, βλέπω, σαββατιάτικα., τον έχει για πρωινό (νεαν. αργκό): για να δηλωθεί ότι κάποιος μπορεί να νικήσει με ευκολία τον αντίπαλό του ή γενικότ. υπερέχει ξεκάθαρα έναντι κάποιου άλλου: Κάτι τέτοιους τους έχω ~! Βλ. είναι/τον έχω του χεριού μου. [< μτγν. πρωϊνός, γαλλ. matinal]

σκορ

σκορ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΑΘΛ. αποτέλεσμα αθλητικού αγώνα (σε τέρματα, πόντους, σετ): ανοιχτό (: που δίνει ελπίδες νίκης και στις δύο ομάδες)/εντυπωσιακό/ευρύ/ισόπαλο/συνολικό/υψηλό ~. ~ πρόκρισης. Πίνακας ~. Το ~ ανέβηκε στο 3-0/διπλασιάστηκε. Το ακριβές ~ της αναμέτρησης. Ο αγώνας κρίθηκε με ~ 1-0. Ποιος προηγείται στο ~; Το ~ είναι ρευστό (: ευμετάβλητο). Το ~ έκλεισε στο 2-0 (: αυτό είναι το τελικό ~). Δεν υπάρχει ακόμη ~ (: δεν έχει σημειωθεί γκολ).|| (κατ' επέκτ., αποτέλεσμα, επίδοση) Εκλογικό ~. Θέλει να βελτιώσει το ~ του. ● ΣΥΜΠΛ.: αγγλικό σκορ: περίπτωση κατά την οποία, σε αγώνα ποδοσφαίρου, σημειώνονται και από τις δύο ομάδες πολλά γκολ: ήττα/νίκη με ~ ~., νταμπλ σκορ (κυρ. σε αγώνα μπάσκετ): στην περίπτωση που μια ομάδα κερδίζει, πετυχαίνοντας διπλάσιους πόντους από αυτούς που σημείωσε η αντίπαλή της: Άγγιξαν το ~ ~ (π.χ. 74-37). [< αγγλ. double score] , κλειστό σκορ βλ. κλειστός ● ΦΡ.: ανοίγω το σκορ βλ. ανοίγω [< αγγλ.-γαλλ. score]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.