Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αγγλισμός [ἀγγλισμός] αγ-γλι-σμός ουσ. (αρσ.): ΓΛΩΣΣ. μεταφορά σε άλλη γλώσσα μιας γλωσσικής ιδιαιτερότητας της Αγγλικής και το αντίστοιχο γλωσσικό δάνειο: ~οί στην ελληνική γλώσσα (π.χ. "σόρι", αντί για "συγγνώμη"). Εισροή/μετάφραση/υιοθέτηση/χρήση ~ών. Βλ. αμερικαν-, ξεν-ισμός. [< γαλλ. anglicisme]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.