Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αγελαδινός , ή, ό [ἀγελαδινός] α-γε-λα-δι-νός επίθ. & (προφ.) αγελαδίσιος & (λαϊκό) γελαδινός & γελαδίσιος 1. που προέρχεται ή παράγεται από την αγελάδα: ~ό: βούτυρο/γάλα (βλ. κατσικίσιο, πρόβειο)/γιαούρτι/κρέας/τυρί. 2. (μτφ.) που χαρακτηρίζεται από απραξία, νωθρότητα: ~ό: βλέμμα/ύφος.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.