Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αγενεσία [ἀγενεσία] α-γε-νε-σί-α ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. ατελής ανάπτυξη ή απουσία ιστού, οργάνου ή μέλους του σώματος: μερική/ολική/συγγενής ~. Πβ. απλασία. Βλ. δυσπλασία. [< αγγλ. agenesia, γαλλ. agénésie]

δυσπλασία

δυσπλασία δυ-σπλα-σί-α ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. ανωμαλία στην ανάπτυξη ιστών, οργάνων ή κυττάρων: αγγειακή/καρδιακή ~. Συγγενείς ~ες. ~ του τραχήλου της μήτρας. (Αναπτυξιακή) ~ του ισχίου. Βλ. δυσγενεσία, δυσμορφία, μυελο~, νεο-, υπο-πλασία. [< γαλλ. dysplasie, 1938, αγγλ. dysplasia, περ. 1923]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.